Σελίδες

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Η ύπαρξη του Θεού






Υπάρχει Θεός;

Αλλ’ υπάρχει Θεός, για να τον πιστεύουμε και να τον προσκυνούμε; Βέβαια, υπάρχει. Για τον λογικό και καθαρό στην καρδιά, για τον δίκαιο και ευσυνείδητο άνθρωπο ο Θεός είναι χειροπιαστή πραγματικότητα. Μόνο «ἄφρων εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. ιγ΄ 1). Δηλαδή άθεος και αρνητής του Θεού δεν είναι ο σοφός τάχα και πολυμαθής άνθρωπος. Αρνητής του Θεού είναι ο μωρός, ο άμυαλος και ασύνετος, δηλαδή ο αμαθής και αμόρφωτος και κυρίως ο πονηρός και διεφθαρμένος άνθρωπος. Αυτό θα πει «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός». Αυτός λόγω της κακίας του και τυφλωμένος από τα πάθη και την φαυλότητά του χάνει την λογική του, χάνει την ορθή σκέψη του, χάνει τον προσανατολισμό της ψυχής του, κλείνει τα αυτιά του στην διακήρυξη της φύσεως και τη μαρτυρία της συνειδήσεώς του και λέγει «οὐκ ἔστι Θεός», δεν υπάρχει Θεός! Τούτο το ομολογούν και μεγάλοι, σπουδαίοι και σοφοί, επιστήμονες, που όταν θέλει κανείς βρίσκει τις γνώμες τους σε πολλά βιβλία απολογητικά και επιστημονικά. Εκεί θα δει και πώς οι μεγάλοι σοφοί και τρανοί επιστήμονες όχι μόνο πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά και με πολύ θάρρος και θαυμαστή παρρησία ομολογούν και διακηρύττουν την πίστη τους αυτή .

Αποδείξεις υπάρξεως του Θεού

Υπάρχουν και αποδείξεις που βεβαιώνουν την ύπαρξη του Θεού σε ένα άνθρωπο λογικό, καλοπροαίρετο και αντικειμενικό. Αυτόν πέρα ως πέρα τον πείθουν πως υπάρχει Θεός. Μία είναι η λεγομένη κοσμολογική απόδειξη. Άλλη είναι η τελολογική. Άλλη η ψυχολογική και ηθική. Και άλλη η ιστορική.
Α) Η κοσμολογική απόδειξη λέγει· υπάρχει ο Θεός, διότι υπάρχει ο κόσμος. Η ύπαρξη του κόσμου είναι απόδειξη και μαρτυρία, που βεβαιώνει και διαλαλεί την ύπαρξη του Θεού. Εφ’ όσον είναι γεγονός, όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος, ότι «πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος», άρα «ὁ τά πάντα κατασκευάσας (είναι) ὁ Θεός» (Εβρ. γ΄ 4). Η ύπαρξη, λοιπόν, του κόσμου προϋποθέτει την ύπαρξη του Θεού. Όπως το κτίσμα δείχνει τον κτίστη που το έκτισε. Όπως το πλοίο τον ναυπηγό. Όπως το εργαλείο τον εργάτη. Όπως το δημιούργημα, κάθε δημιούργημα, μεγάλο ή μικρό, τον τεχνίτη , τον δημιουργό. Η λογική, η σκέψη του λογικού ανθρώπου, η πείρα της καθημερινής ζωής το λέγει τούτο. Δεν το φλυαρεί η φαντασία ή η θρησκοληψία. Ιδού τα μεγάλα και θαυμαστά έργα της δημιουργίας. Κοίταξέ τα, άκουσέ τα, άνθρωπε, όλα φωνάζουν πως υπάρχει Θεός. «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα» (Ψαλμ. ιη΄ 1), λέγει ο ψαλμωδός. Και παραθέτει ο θείος Απόστολος· «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης» (Ρωμ. α΄ 20).
Και πράγματι ποιος οφθαλμός καθαρός, ποια ψυχή λογική, ποια πνευματική ύπαρξη, όταν βλέπει τη φύση και όλη την κτίση, το μεγαλειώδες τούτο της δημιουργίας έργο, δεν θα ομολογήσει ότι υπάρχει Θεός και δεν θα τον δοξολογήσει αναφωνούσα· «ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»; (Ψαλμ. ργ΄ 24). Λοιπόν, τι πολυσκέπτεσαι και τι πολυσκοτίζεσαι, άνθρωπε; Το πράγμα είναι εύκολο και απλό. Υπάρχει, ναι υπάρχει ο Θεός, διότι υπάρχει ο κόσμος, το έργο του Θεού.
Β) Η τελολογική απόδειξη λέγει· Ο κόσμος που υπάρχει και φαίνεται είναι πράγματι κόσμος. Δηλαδή κόσμημα, στολίδι, έργο μέγα και ωραίο και θαυμαστό, που χαίρεται να το βλέπει ο άνθρωπος και να το απολαμβάνει. Είναι έργο με κίνηση και σκοπιμότητα θαυμαστή, με τάξη και νόμο, με καλλονή και χάρη, που κρύπτει μέσα του σοφό, σοφότατο νου και άπειρη δύναμη που τον έφτιαξε και τον τεχνούργησε. Τέχνη, άφθαστος τέχνη και απαράμιλλος καλλονή και ωραιότητα, μοναδική σκοπιμότητα υπάρχει και φαίνεται στον κόσμο. Και ακόμη, νόμοι, νόμοι ασάλευτοι κρατούν και κυβερνούν τον κόσμο τούτο, θεμέλια γερά και ατράνταχτα, τα οποία καμία άλλη δύναμη δεν μπορεί να κλονίσει και να ανατρέψει. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι, αν το έργο είναι τόσο θαυμαστό, τόσο ωραίο και λαμπρό, ασυγκρίτως, απείρως μεγάλος και θαυμαστός είναι Εκείνος που το κατασκεύασε. Σημαίνει πως το μεγαλείο του κόσμου υποδηλώνει το άπειρο μεγαλείο του δημιουργού του. Ακριβώς εκείνο που λέγει ο σοφός Σολομών: «ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφ. Σολομ. ιγ΄ 5). Και τον λόγο τούτο της θείας Γραφής λαμβάνων υπόψιν του και ο Μ. Αθανάσιος λέγει· «Οὕτω γάρ διεκόσμησεν (ο Θεός) τήν κτίσιν, ὥστε καί μή ὁρώμενον αὐτόν τῇ φύσει, ὅμως ἐκ τῶν ἔργων γνωρίζεσθαι». Έτσι στόλισε ο Θεός την κτίση, ώστε ενώ δεν θα φαίνεται μέσα στη φύση, εντούτοις από τα έργα του να αναγνωρίζεται. (Το ίδιο τονίζουν και οι άγιοι Πατέρες Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα χωρία τους, που αναφέραμε προτήτερα σε υποσημείωση). Κοίτα, λοιπόν, τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, τη βροχή, πρόσεξε και τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δέντρα, τα φυτά, τα νερά λιμνών και ποταμών, το ατελείωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμη πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει και στον άνθρωπο. Συλλογίσου, ότι προσφέρει την τροφή, την άνεση, τη ζωή, αμέτρητα καλά. Και τότε θα κυριευθείς από έκσταση και από φόβο και από θαυμασμό για την τάξη και αρμονία και για το σοφό σκοπό που κρύπτει μέσα του και εκπληρώνει όλος γενικά ο κόσμος και κάθε δημιούργημα χωριστά (3).
Γ) Η ψυχολογική και ηθική απόδειξη. Αυτές λέγουν, ότι ο Θεός υπάρχει και τρανή προς τούτο απόδειξη είναι το ότι η ίδια η ψυχή μας στα βάθη της τον αισθάνεται το Θεό και τον αναζητεί. Αισθάνεται την ύπαρξη και παρουσία του. Τον νοιώθει ως νομοθέτη, ως ελεγκτή και κριτή των πράξεών της. Βλέπει την ηθική αξία και το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Και τι κάμνει τότε; Θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη του Θεού. Ακόμη θεωρεί αναγκαία και την μέλλουσα παρουσία του για να κρίνει δικαίως και αποδώσει σε κάθε άνθρωπο κατά τα έργα του, να αποκαταστήσει την ηθική τάξη στον κόσμο. Υπάρχει κακό και αδικία στον κόσμο. Η ύπαρξη αυτής της αδικίας καθιστά αναγκαία την ύπαρξη του Θεού, για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Άρα υπάρχει ο Θεός νομοθέτης, επόπτης και κριτής του ανθρώπου. Το ότι από τα βάθη της ψυχής του ανθρώπου βγαίνει τρανή η μαρτυρία της υπάρξεως του Θεού, το βεβαιώνει ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος λέγει· «Πρός τήν τῆς ἀληθείας γνῶσιν καί ἀληθή κατάληψιν οὐκ ἄλλων ἐστί χρεία, οὕτω καί ἡ πρός τοῦτον (το Θεό) ὁδός πόρρωθεν ἤ ἔξωθεν ἡμῖν ἐστιν (δεν μας χρειάζονται από μακριά και έξω από τον εαυτό μας αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού)· ἔνδον γάρ ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες τήν πίστιν καί τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, δυνάμεθα ταχέως θεωρῆσαι καί νοῆσαι τόν τοῦ παντός βασιλέα». Το οποίο λέγει· Μη πηγαίνεις μακριά, άνθρωπε. Κοίτα μέσα σου, άκουσε τους μυστικούς παλμούς και νυγμούς της ψυχής σου, και αυτή σου φωνάζει· εδώ, παρών είναι ο Θεός, ο Θεός σου. Αυτή η έρευνα είναι ο πιο σύντομος δρόμος, για να τον βρεις το Θεό και συνδεθείς μαζί του.
Δ) Η ιστορική. Ας έλθουμε τέλος και σε αυτή, που βγαίνει από την ιστορία. Αυτή λέγει ότι η ιστορία της ανθρωπότητας όλης βεβαιώνει, πως όλες οι φυλές και γλώσσες της γης πάντοτε και σε κάθε γενεά και εποχή είχαν κοινή, πάγκοινη την πίστη στην ύπαρξη Θεού δημιουργού, του Πατέρα και προστάτη τους. Αυτόν προσκυνούσαν, αυτόν λάτρευαν, σε αυτόν κατέφευγαν και ζητούσαν τη βοήθειά του στις ανάγκες του βίου τους. Άθρησκοι λαοί ποτέ δεν υπήρξαν, έστω και αν στην αρχαία εποχή από την μονοθεΐα είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και την ειδωλολατρία. Αυτή λοιπόν η παγκόσμια πίστη στο Θεό τίποτε δεν λέγει; Δεν λέγει εκείνο που βεβαίωνε ο μέγας Αριστοτέλης, πως «ό,τι οι άνθρωποι πάντες εξ ενστίκτου εκδέχονται ως αληθές, είναι φυσική αλήθεια και άρα ο Θεός υπάρχει»; (4). Ναι, λέγει και μαρτυρεί ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Το φωνάζει η πανανθρώπινη πεποίθηση και γνώμη και ιστορία.

http://www.xfd.gr 

Η Πίστη


1. Τι είναι Πίστη;

Πίστη είναι η βεβαιότητα και πεποίθηση που αποκτά ο άνθρωπος όχι από άμεσο αντίληψή του, να βλέπει με τα μάτια του, να πούμε, τα της Θρησκείας πρόσωπα και πράγματα, να τα πιάνει με τα χέρια του, να τα ακούει με τα αυτιά του κ.ο.κ. – αυτή είναι γνώση, δεν είναι πίστη. Πίστη είναι το να μάθει και να παραδεχθεί γεγονότα και πράγματα που ούτε τα είδε ούτε τα άκουσε ο ίδιος, αλλ’ οι άλλοι τον πληροφορούν και τον βεβαιώνουν γι’ αυτά. Άλλοι που αυτοί τα είδαν και τα άκουσαν, του τα βεβαιώνουν πως είναι αληθινά. Και επειδή σε αυτούς αυτός έχει εμπιστοσύνη, παραδέχεται πως δεν τον γελούν, αλλά του λέγουν την αλήθεια και ότι τα όσα του εκθέτουν είναι σωστά και αληθινά. Π.χ. υπάρχει η Ασία και η Αφρική, υπάρχει η Ρώμη και η Νέα Υόρκη, ο Ιορδάνης ποταμός και το όρος Σινά. Δεν πήγε αυτός εκεί να τα δει και επομένως να ξέρει από προσωπική του αντίληψη πως υπάρχουν. Είναι βέβαιος όμως ότι υπάρχουν και δεν αμφιβάλλει καθόλου γι’ αυτά. Δηλαδή πιστεύει. Άλλο· έγινε η μάχη του Μαραθώνα; Έγινε. Έγινε η Επανάσταση του 1821 με τους θαυμαστούς ήρωές της; Έγινε. Έγινε ο πόλεμος του 12-13; Έγινε και αυτός. Πώς το ξέρουμε; Λάβαμε μέρος σε αυτούς; Ίσως μερικοί να έλαβαν στον τελευταίο. Αλλά στους άλλους κανείς μας. Αμφιβάλλουμε όμως περί του αν έγιναν; Όχι. Όλοι παραδεχόμαστε πως έγιναν. Δηλαδή πιστεύουμε. Πιστεύουμε στις ειδήσεις, τις πληροφορίες και βεβαιώσεις άλλων. Αυτό, λοιπόν, θα πει πίστη. Πεποίθηση που σχηματίζουμε από τις πληροφορίες άλλων. Αν δε εξετάσουμε τα όσα ξέρουμε και αποτελούν το θησαυρό των γνώσεών μας, θα δούμε πως τα πιο πολλά από αυτά, τα 80, τα 90 τοις εκατό, για να μη πει κανείς περισσότερα, τα γνωρίζουμε, επειδή τα πιστεύουμε. Δεν τα γνωρίζουμε από αυτοψία, αλλά τα πιστεύουμε από μαρτυρίες και βεβαιώσεις άλλων. Όλη η επίγεια ζωή μας, όλη η γνώση μας και όλη η επιστήμη μας επάνω στην πίστη στηρίζεται. Έτσι είχε δίκαιο ο άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων που έλεγε· «πάντα τά ἐν τῷ κόσμῳ τελούμενα τῇ πίστει τελεῖται» (1). Δηλαδή, όλα όσα γίνονται σε αυτόν τον κόσμο, γίνονται, διότι όλα τα γεγονότα και τα πράγμα στηρίζονται στην πίστη. Πιστεύουμε πως στο ταξίδι μας θα πάμε καλά και ταξιδεύουμε. Πιστεύουμε πως με την εγχείρηση που θα κάνουμε θα θεραπευθούμε και δεχόμαστε να εγχειριστούμε. Πιστεύουμε πως το φαγητό που τρώμε δε θα μας βλάψει και το τρώμε. Αν δεν πιστεύαμε πως είναι καλό, στο στόμα μας δε θα το βάζαμε. Και πολλά τέτοια της ζωής μας γεγονότα στην πίστη βασίζονται (2).

2. Τι είναι θρησκευτική πίστη;

Θρησκευτική πίστη είναι η απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα που έχουμε, ότι υπάρχουν πρόσωπα και πράγματα, ότι έλαβαν και θα λάβουν χώρα γεγονότα, τα οποία είναι αόρατα, αλλά και ακατάληπτα. Αυτά ούτε με το μάτι ούτε με τη λογική του μπορεί να τα συλλάβει ο άνθρωπος και να τα εννοήσει. Είναι αθέατα και ανεξερεύνητα. Ακόμη πίστη θρησκευτική είναι η ολόψυχη αποδοχή και ευλαβής τιμή και προσκύνηση υπερφυών προσώπων και μυστηρίων. Ρωτά κανείς. Πώς τα παραδεχόμαστε τότε και τα προσκυνούμε; Στηριζόμαστε στην απόλυτη αυθεντία της θείας Αποκάλυψης, η οποία μας προσφέρει τις θείες αυτές αλήθειες και τις αποδεχόμαστε με όλη μας την ψυχή. Δεν ερευνούμε. Δεν ρωτάμε το πώς και το γιατί, αφού η πίστη δεν είναι ούτε έρευνα ούτε αυτοψία και ψηλάφηση, όπως ζητούσε ο απόστολος Θωμάς, αλλ’ ανεξέλεγκτος αποδοχή και συγκατάθεση σε όσα η Θρησκεία μάς αποκαλύπτει. Ο Θεός αποκαλύπτει τα άγνωστα, φανερώνει τα κρυμμένα και εμείς λέμε Ναι, Αμήν, και ακολουθούμε. Έτσι η πίστη «αισθάνεται τα αόρατα και νοητά ως ορατά και ψηλαφητά, τα αποκείμενα ως ήδη προκείμενα, τα απόντα ως εγγύς παρόντα». Εκείνος που πιστεύει, δηλαδή, όχι απλώς παραδέχεται και συμφωνεί με αυτά που πιστεύει, αλλά και τα αισθάνεται ζωντανά. Αισθάνεται αυτά που δεν βλέπονται, αλλά μόνο νοούνται, ως ορατά και χειροπιαστά, εκείνα που ανήκουν στο μέλλον, ότι είναι τώρα εμπρός του, τα απόντα ως να είναι παρόντα και τα βλέπει. Και γίνεται τούτο, διότι όπως λέει ένας σοφός διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδείας· «μόνῃ τῇ πίστει πτερωθείς ὁ νοῦς εἰς τά ὑπέρ φύσιν ὑπερφυῶς ὑπερφέρεται». Όταν φωτισθεί με το φως της πίστης ο νους του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος με το φωτισμένο νου του εισέρχεται στον κόσμο των ουρανίων θείων αληθειών, τις οποίες με αυτό το θείο φωτισμό τις βλέπει καθαρά και με ευλάβεια τις προσκυνεί.

3. Ο ορισμός της Πίστης

Να αναφέρουμε τον ορισμό της Πίστης που δίνει ο απόστολος Παύλος. «Πίστις ἐστίν, ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Τούτο σημαίνει πως πίστη είναι απόλυτη βεβαιότητα και ασάλευτη πεποίθηση, ότι εγώ ο πιστός θα απολαύσω στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα δεν υπάρχουν, φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά τα ελπίζω, τα περιμένω δηλαδή με ζωντανή ελπίδα, περιμένω να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσω. Τέτοια είναι η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση, η αιώνια ζωή και βασιλεία. Ο Χριστιανός πιστεύει, δηλαδή ελπίζει, πως θα απαλλαγεί από την τυραννία της αμαρτίας, πως θα εξομοιωθεί με το Χριστό, πως θα αναστηθεί εκ νεκρών και θα κληρονομήσει την ουράνια βασιλεία. Ακόμα και σε ζητήματα της επιγείου ζωής. Ελπίζει ότι οι υποσχέσεις του Θεού να μας προστατεύει σε κάθε κίνδυνο της ζωής μας και να μας σώζει από πειρασμούς και αμαρτίες, θα πραγματοποιηθούν. Αυτά ως προς τα ελπιζόμενα. Αλλά «πίστις ἐστίν» και «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», πραγμάτων και προσώπων. Το ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Γεγονός ανεξέλεγκτο. Και όμως αληθινό το παρουσιάζει η Πίστη. Το ότι ο Σωτήρας μας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη. Ότι γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο. Ότι σταυρώθηκε, ότι αναστήθηκε, ότι αναλήφθηκε στον Ουρανό και το ότι κάθισε στα δεξιά του Πατρός του, ότι θα έλθει πάλι κατά τη δευτέρα του παρουσία, για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Αυτά είναι πραγματικότητες, παρ’ ότι δεν φαίνονται. Έπειτα οι Άγγελοι και όλος ο ουράνιος πνευματικός κόσμος, η ψυχή μας κ.ο.κ.. Για το Χριστιανό αυτά τα μη βλεπόμενα είναι τόσο βέβαια και έχει τόση πληροφορία περί τούτων, που ίσως δεν θα είχε, εάν τα είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Τα ελπιζόμενα, λοιπόν, υπαρκτά και παρόντα. Τα αόρατα και μη βλεπόμενα, ορατά και βλεπόμενα και σε άμεση επαφή και επικοινωνία ερχόμενα με μας, ή μάλλον εμείς που τα πιστεύουμε με αυτά (3). Η πίστη επομένως τη γη την κάνει ουρανό και την παρούσα ζωή Παράδεισο αληθινό. Έτσι η πίστη μας οδηγεί στη Θρησκεία και η Θρησκεία στην ουράνια Βασιλεία.

http://www.xfd.gr 

Η Ορθόδοξη - Χριστιανική Θρησκεία


Ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής είναι ότι διδάσκει και ζητεί από τους οπαδούς της την πίστη στον Ένα και μόνο αληθινό Θεό, την Αγία Τριάδα. Όλοι οι Χριστιανοί πιστεύουν και ομολογούν «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Με την πάροδο όμως των ετών παρουσιάσθηκαν μερικοί, που διαστρέβλωσαν και μετέβαλαν τις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης. Σήμερα ο χριστιανικός κόσμος είναι διηρημένος σε τρεις κυρίως μεγάλες ομάδες. Πρώτη η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, η οποία κρατεί ανόθευτα όσα δίδαξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και οι άγιοι Απόστολοι και οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και οι μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο Χρυσόστομος Ιωάννης κλπ.. Δεύτερον ο Ρωμαιοκαθολικισμός ή Παπισμός και τρίτον ο Προτεσταντισμός. Οι παπικοί και οι προτεστάντες νόθευσαν την αρχαία πίστη και είτε πρόσθεσαν είτε αφαίρεσαν από όσα δίδαξε ο Κύριος και οι Απόστολοι. Εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε Ορθόδοξοι και γι’ αυτό θα εξετάσουμε ιδιαιτέρως τι η αγία Ορθόδοξη Πίστη μας διδάσκει.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία
Δύο είναι οι πηγές, από τις οποίες αντλεί τις διδασκαλίες της η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία. ΗΑγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση.

Α) Η Αγία Γραφή

Η θεία Αποκάλυψη


1. Τι θα πει Αποκάλυψη;

Αποκάλυψη θα πει η φανέρωση εκείνου, που ήταν κρυμμένο και άγνωστο. Θεία Αποκάλυψη θα πει αυτοφανέρωση του Θεού στον άνθρωπο. Έχουμε δύο αποκαλύψεις. Τη φυσική Αποκάλυψη και τηνυπερφυσική Αποκάλυψη. Στη φυσική αποκάλυψη μπορούμε να πούμε πως στηρίζονται εν μέρει όλες οι παλιές ψευδείς θρησκείες. Από την υπερφυσική θεία Αποκάλυψη προέρχονται ο Ιουδαϊσμός πρώτα με ατελή Αποκάλυψη και ο Χριστιανισμός με πλήρη και τέλεια τη θεία Αποκάλυψη.

2. Η φυσική θεία Αποκάλυψη

Τι είναι Θρησκεία; Από πού πηγάζει και προέρχεται; Ποιο σκοπό έχει η Θρησκεία;


1. Ορισμός της Θρησκείας

Θρησκεία είναι η στενή και ζωντανή σχέση, η εξάρτηση και επικοινωνία του ανθρώπου από το Θεό. Είναι βαθύς σεβασμός, ιερός φόβος προ του Υψίστου και Παντοδυνάμου, συναίσθηση συγγενείας και ισχυρά φορά προς αυτόν. Να το πούμε και πιο απλά: Θρησκεία είναι η φυσική και τέλεια, η ολόψυχη στροφή και αφοσίωση του ανθρώπου στο Θεό, ώστε να νοιώθε ι ο άνθρωπος και με αυτή τη στροφή του προς το Θεό να ομολογεί, πως χωρίς το Θεό δεν μπορεί να ζει, δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένος, χαρούμενος και ειρηνικός. Ας το αναλύσουμε περισσότερο.
Το λογικό του ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να βρει την αιτία του κόσμου, αναγκάζεται να αναγνωρίσει το Θεό ως δημιουργό του. Οι ενδόμυχοι πόθοι του ανθρώπου να απολαύσει αιώνια χαρά και ευτυχία αναζητούν την αστείρευτη πηγή της μακαριότητας και την ανευρίσκουν στον απειροτέλειο Θεό. Και όταν η συνείδηση αναστατώνει με τους ελέγχους της το εσωτερικό του ανθρώπου. Συναισθάνεται τότε αυτός, ότι παρέβη όχι μόνο τον έμφυτο ηθικό νόμο, αλλά και τον θεόσδοτο νόμο ενός υπέρτατου νομοθέτου, και για αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον εξιλεώσει και εξευμενίσει. Έτσι αναγνωρίζει κάθε άνθρωπος, πολιτισμένος ή απολίτιστος, ότι εκτός από όσα βλέπει ή αντιλαμβάνεται γύρω του υπάρχει και ο αόρατος και πανταχού παρών Θεός.
Η έννοια αυτή του Θεού, όσο αδιαφώτιστη και ατελής κι αν είναι στους ειδωλολάτρες και μη Χριστιανούς, όσο δε μεγαλειώδης και μυστηριώδης κι αν είναι στους Χριστιανούς, αποτελεί την καρδιά, η οποία ζωογονεί με το θερμό αίμα της πίστεως στο Θεό την ανθρωπότητα. Όπως δε δεν υπάρχει ζωντανό σώμα χωρίς καρδιά, έτσι δεν υπάρχει λαός (ή και μεμονωμένα άτομα) χωρίς την πίστη στο Θεό, χωρίς τον ένα και μόνο αληθινό Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Σαν ζωντανό παράδειγμα, που δίνει να καταλάβουμε αυτό που λέμε τώρα, ας πάρουμε τον προφήτη Δαβίδ, που έστρεφε και το βλέμμα και την ψυχή του προς το Θεό και του έλεγε· «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. 3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα΄ 3). Σύμφωνα με αυτούς τους λόγους του Προφήτου, Θρησκεία είναι πόθος βαθύς που δεν παύει, δίψα της ανθρώπινης ψυχής για τον Πλάστη και Δημιουργό της. Είναι εσωτερική, δυνατή λαχτάρα να επικοινωνεί για όλα τα ζητήματα της ζωής του ο άνθρωπος με το Θεό και Πατέρα και από αυτόν να ζητεί τη λύση και ικανοποίησή του. Ένα τέτοιο, σαν τον πόθο του προφήτου, έλεγε και ο άγιος Αυγουστίνος απευθυνόμενος στο Θεό· «Για σένα, ω Θεέ μου, μας έπλασες, και είναι ανήσυχη η καρδιά μας, έως ότου βρει την ανάπαυσή της σε Σένα». Και με τα λόγια του αυτά ο ιερός Πατήρ έδειχνε φανερά και έντονα την βαθιά θρησκευτικότητα της ψυχής του.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Σε τι χρειάζεται η εξομολόγηση και μάλιστα σε ιερέα;


Το μυστήριο της μετάνοιας, που είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένο με την ιερά εξομολόγηση, έχει καθιερωθεί από τον ίδιο τον Κύριο. Επομένως όταν αμφισβητείται η αξία και σημασία του μυστηρίου, αμφισβητείται ο Ίδιος. Το μυστήριο είναι θεοσύστατο και επ’ αυτού δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.
Ο Κύριος δεν ήταν μόνο άνθρωπος. Ήταν και Θεός. Γι’ αυτό και διακηρύττει, ότι ήλθε στη γη για να αναζητήσει και να σώσει τους χαμένους. Άλλωστε η αποστολή Του ήταν να κηρύξει στους αιχμαλώτους την άφεση και στους τυφλούς την ανάβλεψη, στους πνευματικά αιχμαλώτους και τυφλούς.
Αν, λοιπόν, η μετάνοια δεν ήταν απόλυτη αναγκαιότητα της ψυχής, δε θα τη θέσπιζε. Η άπειρη αγάπη Του στον άνθρωπο καθιέρωσε το φιλάνθρωπο αυτό μυστήριο. Όλοι μας το ζούμε: δεν υπάρχει κανένας αναμάρτητος. Μόνος αναμάρτητος ο Θεός. Σχεδόν αδύνατο είναι ο άνθρωπος να αποκόψει τις αδυναμίες και τα πάθη, που τον συντροφεύουν συχνά σε ολόκληρη τη ζωή του. Η αμαρτία αποκόπτει τον άνθρωπο από το Θεό και τη σωτηρία. Η μετάνοια, το ήμαρτον του Ασώτου, ανοίγει και πάλι τις πύλες του παραδείσου. Χωρίς τη μετάνοια, που αποτελεί κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο«φάρμακο πλημμελημάτων, δαπάνημα των παρανομιών, όπλο κατά του διαβόλου, μαχαίρι που του κόβει το κεφάλι, ελπίδα σωτηρίας, αναίρεση της απόγνωσης», θα χάναμε όλα τα χαρίσματα και τις δωρεές του Θεού και δε θα μπορούσαμε να προσέλθουμε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό ο καρδιογνώστης και φιλάνθρωπος Κύριος, που γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, αλλά και τα τεχνάσματα του πανούργου Δαίμονα, μάς έδωσε τη μετάνοια. Κι έτσι «η χρηστότητα και φιλανθρωπία του Θεού μεταμορφώνει αυτόν που μετανοεί από τα αμαρτήματά του σε δίκαιο και αναμάρτητο» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
Γίνεται φανερό ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη μετανοίας και συγχώρησης. Γι’ αυτό και την εξουσία αυτή τη μετάδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους και οι Απόστολοι στους επισκόπους και ιερείς: «Φύσηξε και τους είπε: λάβετε Πνεύμα Άγιο. Αν αφήνετε τις αμαρτίες των ανθρώπων, τους αφήνονται, αν κάποιων τις κρατάτε, κρατιούνται» (Ιωάν. κ΄ ‘22-23).
Ήδη η πρώτη Εκκλησία ασκεί την εξουσία αυτή. Την ίδια αλήθεια διακηρύσσει και ο Μέγας Αθανάσιος: «Όπως ο άνθρωπος βαπτίζεται από άνθρωπο ιερέα και φωτίζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, έτσι και αυτός που εξομολογείται με ειλικρινή μετάνοια λαμβάνει την άφεση από τον ιερέα με τη χάρη του Χριστού». Δεν παίρνει κανείς μόνος του νερό και λάδι, για να τελέσει το μυστήριο του Βαπτίσματος. Ούτε ψωμί και κρασί, για να μεταλάβει. Θα βαπτιστεί και θα κοινωνήσει από τους ιερείς. Πώς, λοιπόν, αυτό, που δεν το διανοείται για τα άλλα μυστήρια, μπορεί να το σκεφτεί για το μυστήριο της μετανοίας;
Να αναφερθούμε και στο Μέγα Βασίλειο: «Είναι αναγκαίο να εξομολογούμαστε τα αμαρτήματα σε αυτούς που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση των μυστηρίων του Θεού». Ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει: «Στους ιερείς που ζουν και κινούνται στη γη δόθηκαν ουράνιες δικαιοδοσίες και έλαβαν εξουσία, την οποία ούτε σε αγγέλους ούτε σε αρχαγγέλους έδωσε ο Θεός». Και συμπληρώνει: «Εκείνα που θα κάνουν κάτω οι ιερείς, αυτά τα επικυρώνει πάνω ο Θεός και την άποψη των δούλων την επιβεβαιώνει ο Κύριος». Τέλος ο γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης είπε: «Στον εξομολόγο μπορείς να μιλήσεις όπως αισθάνεσαι, αλλά δεν είναι αυτό τόσο σημαντικό, όσο είναι το ότι με την προσευχή κοιτάζει μέσα στην ψυχή σου ο παπάς και βλέπει πώς είσαι και σου μεταδίδει την χάρη του θεού. Έχει αποδειχθεί ότι αυτό το κοίταγμα είναι πνευματικές ακτίνες που σε ξαλαφρώνουν και σε θεραπεύουν. Όλοι οι πνευματικοί, οι εξομολόγοι έχουν αυτή την χάρη κι όταν εύχονται την εκπέμπουν ως αγωγοί».
[Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο του Γ. Μελέτη «Ερωτήματα στον Ιησού Χριστό» των εκδόσεων «Ζωής»]
http://www.xfd.gr 


Καρτερία, υπομονή και προσευχή!

Ισαάκ ο Σύρος 
Το νόημα τούτου του κεφαλαίου είναι το να γνωρίσουμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου χρειαζόμαστε τη μετάνοια. Η έννοια δε τη λέξεως “μετάνοια” όπως μάθαμε από αυτήν την πορεία των πραγμάτων, αυτήν είναι· δέηση εκτενής κάθε ώρα με προσευχή γεμάτη κατάνυξη, που μας φέρνει κοντά στον Θεό για την άφεση των παρελθόντων μας κακών  και αίτηση για την προφύλαξη από τα μελλοντικά.
Γι’ αυτό ο Κύριός μας στη προσευχή που μας δίδαξε, μας δυναμώνει στην ασθένειά μας λέγοντας: “Ξυπνείστε και μείνετε άγρυπνοι και προσευχηθείτε για να μην εισέλθετε σε πειρασμό. Και προσευχηθείτε και μην αμελήσετε και να είστε πάντοτε επάγρυπνοι και να προσεύχεσθε. Ζητείτε και θα σας δοθεί, ζητείστε και θα βρείτε. Χτυπάτε και θα σας ανοίγει. Διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος ζητεί βρίσκει και σ’ αυτόν που κτυπά θ’ ανοίγει η θύρα. Μάλιστα δε το λόγο του βεβαίωσε και μας συνέστησε να δείξουμε περισσότερο ζήλο με την παραβολή του φίλου, που επισκέφτηκε τον φίλο του τα μεσάνυκτα και ζήτησε ψωμί λέγοντας: “Αληθινά σας λέω ότι αν δεν του δώσει λόγω της φιλίας του, τουλάχιστον εξ’ αιτίας της αναίδειάς του θα σηκωθεί και θα του δώσει όλα όσα του ζητήσει”.
Τι ανέκφραστο θάρρος! Ο δοτήρας μάς διεγείρει να του ζητήσουμε για να μας δώσει τα θεία του χαρίσματα. Και επειδή γνωρίζει ακόμα ο Κύριος ότι δεν σταματά η διάθεση για παρέκκλιση πριν το θάνατο, ότι υφίσταται ο κίνδυνος της μεταστροφής και μεταπίπτουμε εύκολα από την αρετή στην κακία και ότι αυτή η φύση μας συνεργεί, μας προέτρεψε στη διαρκή δέηση και στον αγώνα…
Γι’ αυτό όχι μόνο για την προσευχή και την προφύλαξή μας πρέπει να αγωνιζόμαστε, αλλά και για την αντιμετώπιση των λεπτών και ακατάληπτων περιστατικών τα οποία πάντοτε μας συμβαίνουν και είναι εκτός της γνωστικής ικανότητας του νου μας και όμως βρισκόμαστε συνεχώς πολλές φορές εντός αυτών χωρίς να το θέλουμε. Παρ’ ότι το φρόνημά μας είναι βέβαιο και ευδοκεί προς το αγαθό, εν τούτοις η σωστική του Κυρίου μας πρόνοια μάς ρίχνει στο χώρο των πειρασμών καθώς ο μακάριος Παύλος μας λέγει: “ἵνα μή ὑπεραίρωμαι τῆ ὑπερβολῆ τῶν αποκαλύψεων, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῆ σαρκί άγγελος σατᾶν ἵνα με κολαφίζῃ”.
Λοιπόν Κύριε, γι’ αυτό χαίρομαι στις ασθένειες, στις θλίψεις, στις φυλακές, στα δεσμά, στις ανάγκες… Ο κόσμος αυτός είναι στάδιο και πεδίο αγώνων δρόμου και αυτός ο καιρός είναι καιρός πάλης. Στο χώρο της πάλης και στον καιρό του αγώνα νόμος δεν υφίσταται. Ας έχουμε τούτο στο νου  μας, ότι όσο βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, περιφέροντας τη σαρκική μας φύση, εάν και εώς την κορυφή των ουρανών υψωθούμε, δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αμεριμνία απαλλασσόμενοι από κόπο και μόχθο.


Κυριακή Γ’ Νηστειών – Της Σταυροπροσκυνήσεως




Ευαγγέλιο Κυριακής: Μάρκ. η΄34 – θ΄1
34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
1 ΚΑΙ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Να σηκώνουμε τον Σταυρό μας
Καθώς βρισκόμαστε στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει στους ιερούς Ναούς μας τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και μας καλεί να τον προσκυνήσουμε με δέος και πίστη και να πάρουμε χάρη πολλή και δύναμη για τον πνευματικό αγώνα που διεξάγουμε την περίοδο αυτή.

Τι θα πει αυταπάρνηση

Λίγες εβδομάδες πριν από το πάθος του ο Κύριος κάλεσε τους μαθητές του και τα πλήθη του λαού για να τους πει λόγια βαρυσήμαντα για τη ζωή τους και τη ζωή όλων μας. Όποιος θέλει, είπε, να με ακολουθήσει και να γίνει μαθητής μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί για μένα όχι μόνο κάθε θλίψη και δοκιμασία αλλά και θάνατο σταυρικό, και τότε ας με ακολουθεί.
Τι σημαίνει όμως «απαρνούμαι τον εαυτό μου»; Σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτα ότι νεκρώνω τον παλαιό εαυτό που κρύβω μέσα μου, τον διαγράφω από τη ζωή μου. Παύω να υπάρχω γι’ αυτόν. Αρνούμαι δηλαδή και νεκρώνω τα θελήματα, τις επιθυμίες και τις ροπές του παλαιού ανθρώπου. Ακόμη κι αν τον δω να επαναστατεί, να αντιδρά, να επιζητεί με μανία και επιμονή καθετί αμαρτωλό, εγώ δεν υποκύπτω, δεν του δίνω σημασία. Έχω αρνηθεί όχι μόνο κάτι από τον εαυτό μου αλλά όλο τον παλαιό εαυτό μου.
Αρνούμαι τον παλαιό εαυτό μου σημαίνει ταυτόχρονα ότι υποτάσσομαι στο άγιο θέλημα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Κύριο όπου με οδηγεί. Και υπομένω όλες τις θλίψεις που επιτρέπει στη ζωή μου για τον εξαγιασμό μου. Μέχρι του σημείου να περιφρονώ ακόμη και το θάνατο. Διότι αυτό σημαίνει να σηκώνω διαρκώς τον σταυρό των θλίψεων και της θυσίας. Όπως κάθε κατάδικος σήκωνε ως μελλοθάνατος τον σταυρό του, έτσι κι εγώ πρέπει να σηκώνω τον δικό μου σταυρό περιμένοντας το μαρτύριο. Με την απόφαση να είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή, αργά ή γρήγορα, να πεθάνω, αν μου το ζητήσει ο Κύριος. Και να προχωρώ με τέτοια διάθεση όχι για λίγο αλλά σε όλη μου τη ζωή. Να σηκώνω τον σταυρό των θλίψεων όχι αναγκαστικά, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά με χαρά κι ελπίδα, με τη συναίσθηση ότι ο δρόμος της υποταγής στο θέλημα του Θεού, τον οποίο βαδίζω σηκώνοντας τον σταυρό των θλίψεων, είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία μου, στον Παράδεισο.
Όλη η ζωή του Κυρίου άλλωστε ήταν μία διαρκής αυταπάρνηση, προσφορά και θυσία, που κορυφώθηκε και ολοκληρώθηκε στη σταυρική θυσία. Κι επειδή αυτός πρώτος εφάρμοσε την τέλεια αυταπάρνηση, ζητά κι από μας ν’ ακολουθήσουμε ολόψυχα το παράδειγμά του.

Πόσο αξίζει μια ψυχή

Ο Κύριος συνέχισε τη διδασκαλία του λέγοντας: όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του, θα χάσει την αιώνια. Όποιος όμως θυσιάσει τη ζωή του για μένα και το Ευαγγέλιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του. Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο εάν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του; Και τι μπορεί να δώσει ως αντάλλαγμα για να την εξαγοράσει; Όποιος ντραπεί εμένα και τους λόγους μου επειδή φοβάται τους χλευασμούς των ανθρώπων της αποστατημένης και αμαρτωλής αυτής γενιάς, αυτόν θα τον αποκηρύξω κι εγώ όταν θα έλθω μέσα στη θεϊκή δόξα μου μαζί με τους αγίους αγγέλους.
Και ο Κύριος επισφράγισε τους λόγους του λέγοντας: Πολλοί από σας, πριν πεθάνουν, θα δουν να θεμελιώνεται με δύναμη ακαταγώνιστη η Βασιλεία του Θεού στη γη, δηλαδή η Εκκλησία μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σ’ όλη αυτή τη διδασκαλία του ο Κύριος τονίζει την αξία της ψυχής μας. Και τι λέει; Πόσο αξίζει η ψυχή μας; Ανυπολόγιστα. Δεν συγκρίνεται με όλα τα αγαθά του κόσμου αυτού. Έχει ασυγκρίτως ανώτερη αξία από όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Γι’ αυτήν ο Θεός έγινε άνθρωπος, γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό και μας εξαγόρασε με το τίμιο Αίμα του. Κι αν εμείς περιφρονήσουμε το πολυτιμότατο αυτό λύτρο που έδωσε ο Χριστός για την ψυχή μας, η καταστροφή μας θα είναι ανεπανόρθωτη. Διότι, όταν εμείς αμαρτάνουμε συστηματικά και ασύστολα, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας για πάντα στην αιώνια κόλαση. Εκεί η ψυχή θα χωρισθεί αιωνίως από τον Θεό, τη χάρη του και την αγάπη του και θα βυθισθεί στο αιώνιο σκοτάδι. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι το χειρότερο κακό που μπορούμε να πάθουμε οι άνθρωποι, είναι το να χάσουμε την ψυχή μας. Και αν χάσουμε την ψυχή μας, χάσαμε τον Θεό, χάσαμε τον εαυτό μας, χάσαμε τα πάντα. Κι αυτή η απώλεια είναι αμετάκλητη. Μήπως έχουμε και άλλη ψυχή, ώστε να δώσουμε μία στον σατανά και μία στον Θεό; Ή να δώσουμε τη μία αντάλλαγμα για την απώλεια της άλλης; Τα χρήματα και τα κτήματα και τα σπίτια μπορούμε να τα ανταλλάξουμε. Την ψυχή όμως ποτέ.
Και δεν είναι δύσκολο να τη χάσουμε. Σ’ αυτή τη ζωή φοβερός πόλεμος διεξάγεται. Με λύσσα οι δαίμονες ζητούν να αρπάξουν και να κατασπαράξουν την ψυχή μας. Ας αντισταθούμε λοιπόν κι ας αγωνισθούμε. Ώστε, όταν κλείσουμε τα μάτια μας, να παραλάβουν την ψυχή μας οι παμφώτεινοι άγγελοι στην αγκαλιά του Θεού.