Σελίδες

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Ειδα μια μάνα....




Είδα μια μάνα να κοιτά το παιδί της που περπάτησε για πρώτη φορά.
Το πρόσωπό της έλαμψε, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, η αγκαλιά της γέμισε με ευγνωμοσύνη. 
Θαύμασα για την αγάπη της, θαύμασα για το δέσιμό της με το παιδί της...
Είδα μια μάνα να κοιτά το παιδί της να σταυρώνεται χωρίς να φταίει σε τίποτα.
Το σώμα του γεμάτο πληγές να καρφώνεται πάνω σε σταυρό. Άλλοι να το βρίζουν, 
άλλοι να το κοροϊδεύουν, άλλοι να παίζουν στα ζάρια τα ενδύματά του...
Και το πρόσωπό της μάνας αυτής έμεινε ατάραχο, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, 
το στόμα της όμως δεν άνοιξε, 
κραυγή και παράπονο δεν ακούστηκε...
η καρδιά της γέμισε συγχώρηση όταν στην αγκαλιά της έλαβε το τέκνο της νεκρό.
Θαύμασα αυτήν την μάνα, όχι γιατί δεν ούρλιαξε από πόνο, αλλά γιατί τον πόνο της τον έκανε αγάπη... 
και από μάνα του Θεανθρώπου έγινε Μάνα όλων μας....

Γιατί τρώμε ψαρόσουπα μετά την ταφή;



Η κατανάλωση ψαρόσουπας μετά την ταφή, είναι ένα αρχαίο (ελληνικό) έθιμο, αλλά ουδεμία σχέση έχει με την ορθόδοξη μας παράδοση.
Μέχρι τον 4ο αι. , κατά τα μνημόσυνα, προσέφεραν ψωμί και κρασί με ελιές ή τυρί ή ρύζι και ευχόταν «μακαρία ή μνήμη αυτού». Γι’ αυτό και λέγονταν «μακαριαί». Απομεινάρια αυτών των εκδηλώσεων είναι τα σημερινά αρτουλάκια και ο καφές τα οποία προσφέρονται κατά τα μνημόσυνα σήμερα από τούς συγγενείς τού κοιμηθέντος.
Αυτό που ανήκει στην παράδοση μας και έχει σχέση με την χριστιανική φιλοξενία, είναι η περιποίηση και η ευχαρίστηση των παρευρισκομένων σε μια κηδεία ή σε ένα μνημόσυνο.
Τώρα, τι θα καταναλωθεί δεν έχει τόσο σημασία. (Αν βέβαια είναι περίοδος νηστείας ή μέρα νηστείας, προσφέρονται νηστίσιμα).
Ίσως η ψαρόσουπα είναι πιο πρακτική να καταναλωθεί και πιο εύπεπτη, γιαυτό προτιμάται περισσότερο. Έτσι, είναι όμορφο, για κάποιον που ήρθε από μακριά για να προσευχηθεί για τον νεκρό μας, να του προσφέρουμε ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την απόσταση που διένυσε, για να παρευρεθεί στο μνημόσυνο ή στην κηδεία. Το ίδιο ισχύει και για τον καφέ που προσφέρεται.


Άρα, δεν τρώμε απαραιτήτως μετά την ταφή και δεν τρώμε απαραιτήτως ψαρόσουπα.

Καύση ή ταφή;

Αποτέλεσμα εικόνας για Καύση ή ταφή


Καύση νεκρών: Αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη;
Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου
Υπάρχουν δύο βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της.Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεϊκή πραγματικότητα.
Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής, αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζει. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ΄αυτόν μόνο το σώμα του ή τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;
Άνθρωπος δεν είναι το σώμα, η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς – αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνατης θεϊκής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης.Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός ή στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.
Η ψυχή μ΄αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι΄αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο – το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο – το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και οσεβασμός μας σ΄αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα “αγνώστως” συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την “ετέρα μορφή του”(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του “εις το αρχαίον κάλλος”. Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όδο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ό Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του.Όταν και η ΄φυση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Τα οστά υπαινίσσονται το σώμα έχουν μεν όλα μια ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δςε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.
Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία.Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ό,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ΄αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Οι νεκροί δεν είναι “πεθαμένοι” αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο “νεκροταφεία” και επιμένει στον όρο “κοιμητήρια”. Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλάτετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται – αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του,κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θαέχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Η ψυχή υπάρχει, ζει και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον.Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.
Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μιά τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει νακάνει με τις επιλογές μιας πεθαμένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις τηςαθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας:από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.
Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή.Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου.Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄αυτόν που αποδέχεται.
Ετσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μονον έλλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του “πολιτισμένου” κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες.Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.
Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον…κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.
Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθεϊας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου,η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ’ όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Αρχιμ. Νικόλαος (Χατζηνικολάου) είναι οικονόμος του Μετοχίου της Αναλήψεως, της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους και πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ωφελεί να σκεφτόμαστε τις περασμένες αμαρτίες μας ή τις περασμένες επιτυχίες μας; Ωφελεί δηλαδή να σκεφτόμαστε το παρελθόν;

Το παρελθόν μας έχει ασφαλώς και θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Στη ζωή μας που πέρασε έχουμε και θετικές εμπειρίες, επιτυχίες στις προσπάθειες μας, νίκες στους πνευματικούς μας αγώνες. Έχουμε όμως και πτώσεις, αποτυχίες στην πάλη μας με το κακό, αμαρτήματα κάποτε σοβαρά, πού ταλαιπώρησαν την ψυχή μας. Πώς θα σταθούμε απέναντι σ’ όλα αυτά;
Για τα θετικά του παρελθόντος πρέπει να πούμε ότι είναι επικίνδυνο το να γυρίζουμε με τη μνήμη μας σ’ αυτά. Να θυμόμαστε τούς αγώνες που κάναμε, τις νίκες που σημειώσαμε, τις αρετές που καλλιεργήσαμε. Διότι τότε μπορεί να τα θυμόμαστε με καύχηση, να επαναπαυόμαστε σ’ αυτά και να μην προχωρούμε στα επόμενα, σ’ εκείνα που έχουμε χρέος να κάνουμε στη συνέχεια. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω έτη το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. γ’ 14).
Δηλαδή: Ένα πράγμα με απασχολεί και γι’ αυτό φροντίζω: Όσα έγιναν στο παρελθόν και τα έχω αφήσει πίσω μου, τα λησμονώ. Απλώνομαι δε διαρκώς και σπεύδω προς αυτά πού βρίσκονται μπροστά μου και τα όποια πρέπει να εργασθώ. Και έτσι προχωρώ για να πετύχω το σκοπό μου, τρέχω για να πάρω το βραβείο που μας επιφυλάσσει η πρόσκληση μας προς τον ουρανό, όπου μας καλεί ο Θεός διά του Ιησού Χρίστου.
Να λοιπόν ότι πρέπει να ξεχνούμε το παρελθόν ως προς τα θετικά που πετύχαμε.
Για τα αρνητικά; 
Για τα λάθη μας, τις πτώσεις και τα αμαρτήματα μας;
Και αυτά δεν πρέπει πια να τα σκεπτόμαστε, εφόσον μετανοήσαμε, εφόσον εξομολογηθήκαμε την αμαρτία μας και πήραμε την άφεση. Ο Θεός τα έσβησε μέσα στον απέραντο ωκεανό του ελέους του,δεν τα θυμάται πλέον. Γιατί να τα θυμόμαστε εμείς; Γιατί να ξαναγυρνάμε σε τέτοιες δυσάρεστες και πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, που η ανάμνηση τους μπορεί να βάζει και πάλι σε πειρασμό την ψυχή, ή και αν αυτό δεν συμβαίνει, μπορεί να την απελπίζει;
Ε, όχι! Μη γυρίζουμε ξανά στο αμαρτωλό παρελθόν μας. Τέλειωσαν αυτά. Νέα ζωή τώρα άρχισε, με χαρά να κάνουμε τον αγώνα μας, να προοδεύουμε στην αρετή, να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17). Όλα είναι καινούργια τώρα. Το αμαρτωλό παρελθόν δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει ως ζωή αμαρτωλή, ως ένοχη, ως αιτία καταδίκης. Έτσι δεν πρέπει να το σκεπτόμαστε.
Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως απόδειξη της αδυναμίας μας, που η συνειδητοποίηση της μας βοηθεί στην καλλιέργεια του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως κατάσταση θανατηφόρα, που όμως τη θεράπευσε το έλεος του Θεού και ή ανάμνηση της μας βοηθεί να στεκόμαστε με διαρκή ευγνωμοσύνη απέναντι στον οικτίρμονα και ελεήμονα Κύριο.
Η στροφή στο παρελθόν με τα αρνητικά του στοιχεία μπορεί να μας βοηθήσει μόνον όταν γίνεται με τέτοιο πνεύμα. Ό απόστολος Παύλος πολλές φορές τα σκέπτεται έτσι. Μέσα στις Επιστολές του κατηγορεί τον εαυτό του για την απαράδεκτη στάση του απέναντι της Εκκλησίας και των πιστών στα χρόνια που άνηκε στον χώρο του Ιουδαϊσμού. «Έδιωξα την εκκλησίαν του Θεού», λέγει (Α’ Κορ. ιε’ 9). Υπήρξα «βλάσφημος και διώκτης και υβριστής» (Α’ Τιμ. α’ 13). Αυτές οι δυσάρεστες αναμνήσεις τον κρατούν στην ταπείνωση. Ενώ λησμονεί τα κατορθώματα του παρελθόντος, για να μην επαίρεται και εφησυχάζει, φέρνει στο νου τα λάθη του, αναπολεί το παρελθόν τής αγνοίας του, για να ταπεινοφρονεί, να συντρίβεται και να ευγνωμονεί τον Θεό για το έλεος του και την αγάπη του.
Μόνον έτσι μπορούμε να σκεφθούμε το αρνητικό παρελθόν μας. Διαφορετικά δεν ωφελεί ούτε τις περασμένες αμαρτίες μας να φέρνουμε στο νου ούτε τα καλά που έχουμε κάμει. Εκείνο πού χρειάζεται και μας ωφελεί είναι να κοιτάμε μπροστά και να εκμεταλλευόμαστε με συστηματικό αγώνα τις πολλές ευκαιρίες του παρόντος.
επεξεργασία (Ορθ.Απαντ. 5/12/10), από το περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τεύχος 2012


http://orthodoxanswers.gr/

Το πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου τι απέγινε;

Αποτέλεσμα εικόνας για Το πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου


Στο χωριό Γεθσημανή, στο μέσο μιας χαράδρας, μεταξύ του όρους Μόριον και του όρους των Ελαιών, μέσα σ’ ένα λαξευτό τάφο, ενταφιάστηκε το πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.
Ο απόστολος Θωμάς ΚΑΙ σε αυτή την περίσταση απουσίαζε από την σύναξη των άλλων αποστόλων. Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, έφτασε μετά από τρεις μέρες και παρακάλεσε τους άλλους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν ως τον τάφο, για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο, μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμός τους κυρίευσε όλους. Το σώμα έλειπε και στο μνήμα κείτονταν μόνο το σεντόνι που είχαν τυλίξει το σώμα της Παναγίας. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από την γη στους ουρανούς.

Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου θεσπίστηκε κατά τον έκτο (ς’) αιώνα επί αυτοκράτορα Μαυρικίου

Πως πρέπει να γίνεται η ελεημοσύνη; Τί ωφελεί να συμπάσχουμε;

Αποτέλεσμα εικόνας για ελεημοσυνη
Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του· και αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του· την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου να κατηγορήσεις κάποιον, θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό εκείνη την ημέρα, και όλα σου τα έργα μάταια, και αν ακόμη σου φαίνεται, ότι ειλικρινά και προς οικοδομή σε παρακίνησε ο λογισμός σου να μιλήσεις· γιατί ποια η ανάγκη να καταστρέψει κάποιος το σπίτι του, και να διορθώσει το σπίτι του φίλου του;
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του. Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη είναι αυτή αρετή· στ’ αλήθεια μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς, και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς περισσότερο παρά τους δίκαιους· αυτό ο απόστολος Παύλος το αναφέρει ως άξιο θαυμασμού· εάν σε όλα σου τα έργα μπορέσεις να έχεις την συνείδησή σου καθαρή, μην φροντίσεις να εκτελέσεις άλλη αρετή. Σε όλα σου τα έργα ας προηγηθεί η σωφροσύνη του σώματος σου και η καθαρότητα της συνείδησής σου· διότι χωρίς αυτά τα δύο κάθε άλλη αρετή θεωρείται μάταια για τον Θεό. Να γνωρίζεις ότι κάθε έργο που κάνεις χωρίς σκέψη και εξέταση υπάρχει μάταιο· καθώς ο Θεός υπολογίζει την αρετή με την διάκριση και όχι με την αδιάκριτη ενέργεια.
ΑΓ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ
ΑΣΚΗΤΙΚΑ