Σελίδες
Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Η ΦΤΕΡΟΥΓΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ
που έβλεπε! Ο ψάλτης εν τω μεταξύ επαναλάμβανε συνεχώς «ως τον Βασιλέα των
όλων υποδεξόμενοι» περιμένοντάς τον να εξέλθει, οπότε διηγείται ο
Γέροντας «ξαφνικά νοιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να
με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση.
Νόμισα ότι ήταν ο ψάλτης και είπα: “ο ευλογημένος! Τόση ασέβεια! Μπήκε από την Ωραία Πύλη και με σπρώχνει”!
Γυρίζω και βλέπω μια
τεράστια φτερούγα που την είχε περάσει ο Αρχάγγελος από τον ώμο μου
και με οδηγούσε να κάνω τη Μεγάλη Είσοδο.
Τι γίνεται μέσα στο Ιερό κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας!!..
Μερικές φορές δεν μπορώ ν΄ αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα…..Τι
φτερουγίσματα παιδί μου οι Άγγελοι!»!!!
ΒΑΡΙΑ ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ
ακινητοποίησε στο κρεβάτι. Έκανε τότε 80 ενέσεις χωρίς αποτέλεσμα και
βλέποντας πως ήταν αδύνατο να θεραπευτεί, παρακάλεσε τον Όσιο Δαβίδ
λέγοντας:
-Άγιε μου, έλα σε παρακαλώ να με βοηθήσεις, να με θεραπεύσεις. Αλλά
μην έρθεις με τη δική σου μορφή, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος δειλός και δε
θ΄ αντέξω να σε δω. Έλα με τη μορφή ενός από τους πατέρες της Μονής
(εκείνη την εποχή φιλοξενούνταν ο Αγιορείτης μοναχός π. Σπυρίδωνας).
Μόλις τέλειωσε η προσευχή, μπαίνει μέσα ο Άγιος με τη μορφή του π. Σπυρίδωνα και τον θεραπεύει τελείως
ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟ…
άνοιγε το πίσω πορτάκι της Μονής και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε για το
ασκητήριο-σπηλιά του Οσίου Δαβίδ. Από το πυκνό σκοτάδι όμως δεν
έβλεπε καθόλου να προχωρήσει ανάμεσα στους γκρεμούς, τα βράχια και
την πυκνή βλάστηση, οπότε παρακαλούσε τον Όσιο να τον βοηθήσει:
-Εσύ, Άγιε μου, προστάτη μου βοήθησέ με να φτάσω στο ασκητήριό σου.
Και τότε, ω του θαύματος, ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το μονοπάτι μπροστά του!!!
Έτσι έβλεπε και έφτανε στη σπηλιά του Αγίου, όπου πολλές φορές τον περίμενε ο ίδιος ο Άγιος Δαβίδ!
ΝΑ ΣΥΓΚΡΊΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΟΚΙΜΑΣΊΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΊΑ ΤΟΥ ΆΛΛΟΥ
Η ΑΧΑΡΙΣΤΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΆΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΎ
ΟΙ ΚΑΤΆ ΠΑΡΑΧΏΡΗΣΙΝ ΘΕΟΎ ΠΕΙΡΑΣΜΟΊ ΚΑΙ ΘΛΊΨΕΙΣ
ΣΤΙΣ ΘΛΊΨΕΙΣ Ο ΘΕΌΣ ΔΊΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΉ ΠΑΡΗΓΟΡΙΆ
Μαζεύουν τις πολλές πίκρες των άλλων, αλλά παράλληλα μαζεύουν και την πολλή αγάπη του Θεού. Όταν ψάλλω το τροπάριο «Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα», καμμιά φορά σταματώ στο «αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου...». Αφού δεν έχω θλίψη, πως να πω «θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι»[viii] ; Ψέμματα να πω; Στην πνευματική αντιμετώπιση δεν υπάρχει θλίψη, γιατί, όταν ο άνθρωπος τοποθετηθή σωστά, πνευματικά, όλα αλλάζουν. Αν ο άνθρωπος ακουμπήση την πίκρα του πόνου του στον γλυκύ Ιησού, οι πίκρες και τα φαρμάκια του μεταβάλλονται σε μέλι.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό πρέπει νά εἶναι ἀνιδιοτελής
Οἱ καλοί λογισμοί (Γέρων Παΐσιος)
- Τί εννοείς; Πρώτη φορά το ακούω αυτό.
- Είχατε πει, το να βάλη κανείς αριστερό λογισμό, να παρεξήγηση μια συμπεριφορά...
- Καί το είπα αδύνατο λογισμό αυτό;
- Θυμήθηκα εκείνον πού ήθελε να μείνη κοντά σας ως υποτακτικός καί του είπατε: "Δέν σέ κρατώ, γιατί έχεις αδύνατο λογισμό".
- Όχι, δέν το είπα έτσι. "Δέν σέ παίρνω, του είπα, για υποτακτικό, γιατί δέν έχεις υγεία πνευματική". "Τί θά πή υγεία πνευματική;", μέ ρωτάει. "Δέν έχεις καλούς λογισμούς, του λέω. Σάν άνθρωπος θά έχω τά κουσούρια μου, καί σάν καλόγερος τόσα χρόνια θά έχω καί μερικές αρετές. Αν δέν έχης καλό λογισμό, θά βλάπτεσαι καί από τά κουσούρια μου καί από τις αρετές μου". Γιά ένα μικρό παιδί μπορεί νά πή κανείς ότι έχει αδύνατο λογισμό, γιατί είναι ακόμη ανώριμο, όχι όμως γιά έναν μεγάλο.
- Όλοι οί μεγάλοι, Γέροντα, είναι ώριμοι;
- Μερικοί από το κεφάλι τους δέν ωριμάζουν. Άλλο, αν δέν τους κόβη. Όταν κάποιος δέν κινήται απλά, ό λογισμός του πηγαίνει στο κακό καί όλα τά παίρνει στραβά. Αυτός δέν έχει υγεία πνευματική καί δέν βοηθιέται ούτε άπό το καλό, βασανίζεται καί μέ το καλό.
- Αν δούμε, Γέροντα, μιά αταξία, συμφέρει νά ψάξουμε νά βροϋμε ποιος την έκανε;
- Ψάξε πρώτα νά δής μήπως την έκανες εσύ. Αυτό είναι πιο καλό!
- Όταν όμως, Γέροντα, μοϋ δίνουν αφορμές οί άλλοι;
- Εσύ πόσες αφορμές έδωσες; Αν το σκεφθής αυτό, θά καταλάβης ότι κάνεις λάθος αντιμετωπίζοντας έτσι τά πράγματα.
- Καί όταν λέμε: "αυτό μάλλον θά το έκανε ή τάδε αδελφή", είναι καί αυτό αριστερός λογισμός;
- Είσαι σίγουρη πώς το έκανε αυτή ή αδελφή;
- Όχι, αλλά επειδή καί άλλη φορά έκανε κάτι ανάλογο.
- Πάλι αριστερός λογισμός είναι, αφού δεν είσαι σίγουρη. Ύστερα, ακόμη και αν τό έκανε αύτη ή αδελφή, ποιος ξέρει πώς και γιατί τό έκανε.
- Όταν όμως, Γέροντα, βλέπω λ.χ. ότι μια αδελφή έχει κάποιο πάθος;
- Γερόντισσα είσαι; Ή Γερόντισσα φέρει ευθύνη, γι' αυτό πρέπει να εξετάζη τα πάθη σας. Εσείς όμως γιατί να εξετάζετε τά πάθη της άλλης; Ακόμη δέν έχετε μάθει να κάνετε δουλειά στον εαυτό σας. Αν θέλετε νά κάνετε δουλειά στον εαυτό σας, νά μήν εξετάζετε τί κάνουν οι άλλοι γύρω σας, άλλα νά φέρνετε καλούς λογισμούς και για τά καλά και για τά άσχημα πού βλέπετε στους άλλους. Άσχετα με τί σκοπό κάνει κάτι ό άλλος, εσείς βάλτε έναν καλό λογισμό.
Ό καλός λογισμός έχει μέσα αγάπη, αφοπλίζει τόν άλλον και τόν κάνει νά σου φερθή καλά. Θυμάστε εκείνες τις καλόγριες πού πέρασαν τόν ληστή γιά άββα; Όταν αποκαλύφθηκε, νόμιζαν ότι κάνει τόν δια Χριστόν σαλό και παριστάνει τόν ληστή και άλλο τόσο τόν είχαν σέ ευλάβεια. Τελικά έσωσαν και αυτόν καί τους συντρόφους του[1].
- Όταν, Γέροντα, μια αδελφή μου λέη κάποιο ψέμα...
- Καί άν αναγκάσθηκε εξ αιτίας σου νά πή ένα ψέμα ή αν ξέχασε, καί αυτό πού σου είπε δέν είναι ψέμα; Ζητάει λ.χ. ή αρχοντάρισσα από την μαγείρισσα σαλάτα και εκείνη της λέει "δεν έχω", ενώ ή αρχοντάρισσα ξέρει ότι έχει. Άν ή αρχοντάρισσα δεν έχη καλούς λογισμούς, θά πη: "ψέματα μου λέει". Άν όμως έχη καλούς λογισμούς, θά πη: "ή καημένη, ξέχασε ότι είχε σαλάτα, γιατί είχε πολλή δουλειά", ή "την κράτησε γιά κάποια άλλη περίπτωση".
Δεν έχεις πνευματική υγεία, γι' αυτό σκέφτεσαι έτσι. Άν είχες πνευματική υγεία, θά έβλεπες και τά ακάθαρτα καθαρά. Όπως θά έβλεπες τά φρούτα, έτσι θά έβλεπες και τήν κοπριά, γιατί ή κοπριά βοήθησε νά γίνουν τά φρούτα.
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό. Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι μπομπότα[2] καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή.
Ένας, άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: "Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!". Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: "Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε όποιον μέ φθονεί"!
Μου είπαν μερικοί ότι σκανδαλίζονται, γιατί βλέπουν πολλά στραβά στην Εκκλησία, καί έγώ τους είπα: Άν ρωτήσης μια μύγα: "Έχει λουλούδια εδώ στην περιοχή;", θά πη: "δέν ξέρω, εκεί κάτω στον λάκκο έχει κονσερβοκούτια, κοπριές, ακαθαρσίες", και θά σου άραδιάση όλες τις βρωμιές στις όποιες πήγε.
Άν όμως ρωτήσης μιά μέλισσα: "είδες καμμιά ακαθαρσία εδώ στην περιοχή;", θά σου πη: "ακαθαρσία; οχι, δέν είδα πουθενά, εδώ ό τόπος είναι γεμάτος από εύωδιαστά λουλούδια" καί θά σοϋ άναφέρη ένα σωρό λουλούδια του κήπου, του αγρού κ.λπ.
Βλέπεις, ή μύγα ξέρει μόνον ποϋ υπάρχουν σκουπίδια, ενώ ή μέλισσα ξέρει πώς εκεί πέρα είναι ένας κρίνος, πιο εκεί ένα ζουμπούλι...
Όπως έχω καταλάβει, άλλοι άνθρωποι μοιάζουν μέ τήν μέλισσα καί άλλοι μέ τήν μύγα. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν μύγα ψάχνουν σέ κάθε περίπτωση νά βρουν τί κακό υπάρχει καί ασχολούνται μ' αυτό, δέν βλέπουν πουθενά κανένα καλό. Αυτοί πού μοιάζουν μέ τήν μέλισσα βρίσκουν παντού ο,τι καλό υπάρχει. Ό βλαμμένος άνθρωπος βλαμμένα σκέφτεται, όλα τά παίρνει αριστερά, όλα τά βλέπει ανάποδα. Ένώ, όποιος έχει καλούς λογισμούς, ο,τι καί νά δη, ο,τι καί νά του πής, θά βάλη καλό λογισμό.
Μιά φορά ένα παιδί δευτέρας γυμνασίου ήρθε στο Καλύβι καί χτύπησε το σιδεράκι στην πόρτα. Είχα ένα τσουβάλι γράμματα νά διαβάσω, αλλά είπα, ας βγώ νά δώ τί θέλει. "Τί είναι, παλληκάρι;", τοϋ λέω. "Αυτό είναι το Καλύβι του πατρός Παϊσίου; μέ ρωτάει. Θέλω τον πατέρα Παΐσιο". "Αυτό είναι, αλλά αυτός δέν είναι εδώ, πήγε νά αγοράση τσιγάρα", του λέω. "Φαίνεται κάποιον πήγε νά εξυπηρέτηση", μοϋ λέει μέ καλό λογισμό. "Γιά τον εαυτό του πήγε νά τά άγοράση, του λέω. Του είχαν τελειώσει καί έκανε σάν τρελλός γιά τά τσιγάρα. Έμενα μέ άφησε εδώ μόνον μου καί ούτε ξέρω πότε θά γυρίση. Άν δώ ότι άργεΐ, θά σηκωθώ νά φύγω". Βούρκωσαν τά μάτια του καί μέ καλό πάλι λογισμό είπε: "Τον κουράζουμε τον Γέροντα". "Τί τον θέλεις;", τόν ρωτάω. "Τήν ευχή του θέλω νά πάρω", μου λέει. "Τί ευχή νά πάρης, μωρέ! Αυτός είναι πλανεμένος, δεν έχει χαΐρι, εγώ τον ξέρω καλά. Μην περιμένης άδικα, γιατί, κι όταν γυρίση, θά είναι νευριασμένος, ίσως είναι και μεθυσμένος, επειδή πίνει κιόλας". Άλλα εκείνο έβαζε συνέχεια καλό λογισμό.
"Τέλος πάντων, του λέω, εγώ θά περιμένω λίγο ακόμη, τί θέλεις νά του πώ;". "'Έχω ένα γράμμα νά του δώσω, μου λέει, αλλά θά περιμένω νά πάρω καί την ευχή του". Είδατε; Ό,τι του έλεγα, το έπαιρνε μέ καλό λογισμό. Του είπα: "σάν τρελλός έκανε γιά τά τσιγάρα" καί το καημένο αναστέναξε, βούρκωσαν τά μάτια του. "Ποιος ξέρει, είπε, κάποιον θά ήθελε νά εξυπηρέτηση". Άλλοι τόσα διαβάζουν, κι εκείνο, παιδάκι δευτέρας γυμνασίου, και νά εχη τόσο καλούς λογισμούς! Νά του χαλάς τον λογισμό καί αυτό νά φτιάχνη καλύτερο λογισμό καί νά βγάζη πιο καλό συμπέρασμα. Το θαύμασα! Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα!
1. Ανάμεσα στις διηγήσεις γιά τους μοναχούς των πρώτων χρόνων αναφέρεται καί τό εξής περιστατικό: Ένας άρχιληστής, γιά νά μπόρεση νά ληστέψη ένα καλά οχυρωμένο γυναικείο μοναστήρι, μεταμφιέσθηκε σέ μοναχό καί ζήτησε κατάλυμα γιά τήν νύχτα. Ή ηγουμένη καί όλες οι αδελφές τόν δέχτηκαν σάν μεγάλο άββα μέ πολύ σεβασμό. Συγκεντρώθηκαν όλες οι μοναχές, γιά νά πάρουν τήν ευχή του, του έπλυναν τά πόδια καί πήραν ευλογία τό άπόπλυμα. Μιά παράλυτη αδελφή, πού νίφτηκε μέ αυτό μέ πίστη, θεραπεύτηκε καί πήγε προς έκπληξη όλων νά πάρη κι εκείνη τήν ευχή του. Ό άρχιληστής βλέποντας τό θαύμα αλλοιώθηκε εσωτερικά, μετάνοιωσε, πέταξε τό σπαθί πού είχε κρυμμένο κάτω από τό ράσο του καί μετά άπό λίγο καιρό καί αυτός καί οι σύντροφοι του έγιναν μοναχοί καί έζησαν μέ ακρίβεια τήν μοναχική ζωή. (Βλ. Δ. Τσάμη, Μητερικόν, τόμος Γ ', Θεσσαλονίκη 1992, σ. 18-24).
2. Καλαμποκήσιο ψωμί.
Απόσπασμα από τις σελίδες 24-29 του βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ἡ διά Χριστόν σαλή
Η διά Χριστόν σαλή
(ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ ΡΩΣΙΑΣ 1730 – 1801)
Ήταν Άνθρωπος…
Αυστηρότητα στούς αναιδείς, επιείκεια στους φιλότιμους
Μερικοί έχουν τό εξής τυπικό: Έχει, δέν έχει ό άλλος κάποιο χάρισμα, του λένε: δέν έχεις χάρισμα, δήθεν γιά νά μήν ύπερηφανευθή καί βλαφθή. Ένα ίσοπέδωμα δηλαδή. Όταν όμως απελπίζεται ό άλλος γιά τό κακό πού κάνει, απελπίζεται καί γιά τό καλό πού έχει, τότε πώς θά ξεθαρρέψη, γιά νά άγωνισθή μέ προθυμία; Ένώ, άν του πής τά καλά πού έχει καί του καλλιεργήσης τό φιλότιμο καί τήν αρχοντιά, βοηθιέται, αναπτύσσεται καί προχωράει. Έγώ έχω τυπικό, όταν βλέπω ότι κάποιος έχει ένα χάρισμα ή ότι πάει καλά στόν αγώνα του, νά του τό λέω καί, όταν βλέπω κάτι στραβό, νά παίρνω βρεγμένη σανίδα… Δέν σκέφτομαι μήπως βλαφτή ή ψυχή μέ τόν πρώτο ή τόν δεύτερο τρόπο, επειδή καί οί δύο τρόποι έχουν αγάπη. Άν βλαφθή άπό τήν συμπεριφορά μου, αυτό σημαίνει ότι θά έχη βλάβη. Άν π.χ. ή εικόνα πού έκανε μιά αδελφή είναι καλή, θά της πώ ότι είναι καλή. Άν δώ ότι ύπερηφανεύθηκε καί αρχίζει νά άποκτάη αναίδεια, θά της δώσω μιά καί θά τήν κάνω πέρα. Φυσικά, άν ύπερηφανευθή, θά κάνη μετά καρικατούρες, οπότε θά φάη άλλο μάλωμα. Άν ταπεινωθή ξανά, θά κάνη πάλι καλή δουλειά. Έμενα αρρωστημένα πράγματα δέν μέ αναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δέν τά μπορώ. Θά τά κάνω έτσι άπό ‘δώ,
έτσι άπό ‘κεί, ώστε νά βρουν τήν θέση τους. Τί; θά οικονομάω αρρωστημένες καταστάσεις;
- Γέροντα, όταν ό αναιδής γίνεται πιο αναιδής άπό τό ενδιαφέρον πού τού δείχνεις, πώς θά τόν βοηθήσης;
- Νά σου πώ: όταν βλέπω ότι ό άλλος δέν βοηθιέται άπό τό ενδιαφέρον μου, τήν καλωσύνη, τήν αγάπη, τότε λέω ότι δέν έχω συγγένεια μαζί του καί αναγκάζομαι νά μήν του φέρωμαι μέ καλωσύνη. Κανονικά, όσο καλωσύνη σου δείχνουν, τόσο πρέπει νά αλλοιώνεσαι, νά διαλύεσαι, νά λειώνης.
Παλιά τί είχε συμβή μέ κάποιον. Στήν άρχή, γιά νά τόν βοηθήσω, αναγκάστηκα νά του πώ μερικά θεια γεγονότα πού είχα ζήσει. Άντί όμως νά πή: Θεέ μου, πώς νά Σέ ευχαριστήσω γι’ αυτήν τήν παρηγοριά κ.λπ. καί νά διαλυθή, πήρε θάρρος καί φερόταν μέ
αναίδεια. Τότε κράτησα μιά αυστηρή στάση. Θά τόν βοηθώ, είπα, άπό μακριά μέ τήν προσευχή. Αυτό τό έκανα, όχι γιατί δέν τόν αγαπούσα, άλλά γιατί αυτός ό τρόπος θά τόν βοηθούσε.
- Καί άν, Γέροντα, καταλάβη, τό λάθος του καί ζητήση συγγνώμη;
- Αν τό καταλάβη, εντάξει, μπορούμε νά συνεννοηθούμε. Διαφορετικά, άν δέν βοηθιέται άπό τό φιλότιμο μου, δέν βρίσκω ανταπόκριση, καί δέν έχω συγγένεια μαζί του. Όταν ό άλλος έχη ευλάβεια, ταπείνωση, δέν έχη αναίδεια, κι εσύ κινείσαι άπλά. Έγώ εξ αρχής φέρομαι σέ όλους μέ άνεση καί απλότητα. Δέν φέρομαι περιορισμένα, δήθεν γιά νά μή δώσω θάρρος στον άλλον καί τόν βλάψω. Δίνομαι ολόκληρος, γιά νά βοηθηθή, νά άναπτυχθή μέσα σ’ ένα κλίμα αγάπης, καί σιγά-σιγά του λέω τά κουσούρια του. Τόν θεωρώ αδελφό μου, πατέρα μου, παππού μου, ανάλογα μέ τήν ηλικία του. Κάνω λιακάδα, γιά νά βγουν όλα τά φίδια, οί σκορπιοί, τά σκαθάρια – τά πάθη -, καί ύστερα τόν βοηθάω νά τά σκοτώση. Άν όμως δώ ότι δέν τό εκτιμάει αυτό καί δέν βοηθιέται άπό τήν συμπεριφορά μου, άλλά εκμεταλλεύεται τήν απλότητα μου καί τήν αληθινή αγάπη μου καί αρχίζει νά φέρεται μέ αναίδεια, τραβιέμαι σιγά-σιγά, γιά νά μή γίνη περισσότερο αναιδής. Άλλά στήν αρχή δίνομαι ολόκληρος, γι’ αυτό μετά έχω αναπαυμένη τήν συνείδηση μου. Μιά φορά στήν Μονή Στομίου είχα πάρει ένα παιδί, γιά νά τό βοηθήσω, νά του μάθω καί τήν τέχνη του μαραγκού. Του φερόμουν μέ πολλή καλωσύνη, τόν είχα σάν αδελφό. Έβλεπα όμως
μερικά πράγματα πού δέν μέ άνέπαυαν. Μιά φορά τόν ρωτάω: Τί ώρα είναι;. Μέ τά μυαλά τά δικά σου πάει τό ρολόι!, μου λέει. Έ, τότε είπα: Δέν συμφέρει νά συνεχίσω έτσι. Θά συμμαζέψω σιγά-σιγά “τά μυαλά μου”, γιατί δέν ωφελείται. Κανονικά αυτός, αν ήταν φιλότιμος, έτσι όπως του φερόμουν, έπρεπε νά διαλυθή. Άλλά είδα ότι δέν μέ χωρούσε, δέν μέ καταλάβαινε. Ύστερα μόνος του έφυγε δέν τόν έδιωξα. Βλέπεις, ή ανοχή, ή αγάπη κάνουν τόν αναιδή πιο αναιδή και τόν φιλότιμο πιό φιλότιμο.
Η καλωσύνη βλάπτει τόν αμετανόητο
- Άν χρειασθή, πάλι θά σέ μαλώσω, γιά νά πάμε όλοι μαζί στόν Παράδεισο. Τώρα θά λάβω δρακόντεια μέτρα!… Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα νά δώσω στόν άλλον νά καταλάβη ότι χρειάζεται τό μάλωμα καί ύστερα νά τόν μαλώσω. Καλά δέν κάνω; Έγώ, επειδή μαλώνω τόν άλλον, όταν βλέπω νά κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Άλλά τί νά κάνω; νά αναπαύω καθέναν στό πάθος του, γιά νά είμαι τάχα καλός μαζί του, καί μετά νά πάμε όλοι μαζί στήν κόλαση; Ποτέ δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί άπό αγάπη τό κάνω, γιά τό καλό του. Βλέπω ότι δέν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τόν Χριστό μέ αυτό πού έκανε, γι’ αυτό τόν μαλώνω. Έγώ πονάω, λειώνω εκείνη τήν ώρα, άλλά δέν μέ πειράζει ή συνείδηση, γιατί τόν μάλωσα. Μπορώ νά πάω νά κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς νά εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μιά παρηγοριά, μιά χαρά. Γιατί γιά μένα παρηγοριά καί χαρά είναι ή σωτηρία της ψυχής.
- Γέροντα, μού περνά ό λογισμός ότι μού μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δέν σηκώνω τήν αυστηρότητα ή γιατί μού έχετε πει πολλές φορές νά κάνω κάτι καί δέν το έκανα, οπότε μέ αφήνετε.
- Ευλογημένη ψυχή, μέ τήν σωτηρία τής ψυχής σον θα παίζω; Ό νέος κάνει πρόβες. Ό μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Νά νιώθης σιγουριά. Άν δώ κάτι στραβό, είτε άπό μακριά είτε άπό κοντά, θά σου τό πώ. Έσύ έχε εμπιστοσύνη καί ειρήνευε. Ά, δέν μ’ έχετε καταλάβει έμενα! Έτσι εύκολα θά αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι ή ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη άπό τήν συναίσθηση τού σφάλματος της, τί νά πώ; Τότε τήν παρηγορώ, γιά νά μήν πέση στήν απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα τήν καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, γιά νά τήν ταρακουνήσω. Άν ένας προχωράη προς τόν γκρεμό καί του λέω: προχώρα, πολύ καλά πάς, δέν εγκληματώ; Τό κακό μέ μερικούς είναι πού δέν πιστεύουν, όταν τούς λές νά μήν ανησυχούν, καί βασανίζονται. Άν δώ κάτι κακό, πώς δέν θά τό πώ; Πώς νά άφήσης τόν άλλον νά πάη στήν κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θά βάλης καί τις φωνές, όταν χρειάζεται. Γιά μένα πιο καλά είναι νά μή μιλάω, άλλά δέν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.
Ύστερα νά προσέξη κανείς τό έξης: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό έγώ σέ συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό πάλι σέ συγχωρώ. Έγώ είμαι εντάξει, άλλά, έάν έσύ δέν διορθώνεσαι, επειδή σέ συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο έάν δέν μπορής τελείως νά διορθωθής. Νά προσπαθήσης όμως νά διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι νά άναπαύης τόν λογισμό σου καί νά λές: Άφού μέ συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα καί δέν βαριέσαι, δέν χρειάζεται στενοχώρια. Μπορεί κάποιος νά σφάλλη, άλλά άν μετανοή, κλαίη, ζητάη μέ συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται νά διορθωθή, τότε υπάρχει ή αναγνώριση καί πρέπει καί ό πνευματικός νά συγχωράη. Άν όμως δέν μετανοή καί συνεχίζη τήν τακτική του, δέν μπορεί αυτός πού έχει τήν ευθύνη τής ψυχής του νά γελάη. Ή καλωσύνη τόν αμετανόητο τόν βλάπτει.
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΣΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ
Είπε ένας γέρων. Η πνευματική ζωή χρήζει υπομονής, σταθεράς υπομονής. Ο άνθρωπος παθαίνει μεταβολές, αλλοιώσεις. Από την μία μέρα στην άλλη.
Όταν ρωτούσαν τον ασθενή γέροντα Νικόλαο της Νέας Σκήτης πως είναι στην υγειά του απαντούσε ο υπομονετικός γέρων. Δόξα το Θεό. Και αλλά μου πρέπουν.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα.
Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες.
Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό.
Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος.
Στους ώμους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο.
Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού.
Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου; Απάντησε ο μαύρος.
Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης, είπε ο ηγούμενος.
Τότε συνέχισε ο μαύρος δαίμονας, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο εναντίον την μοναχικής τάξης.
Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας οπλοστάσιο.
Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί η φλόγα της προσευχής σας μας καίει.
Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του.
Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να τον σταματήσουμε.
Όσο καιρό είχε αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε να ησυχάσουμε.
Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε τίποτα.
Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου. Εδώ.
Ήταν ένας έμπειρος στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης.
Μετά τον θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας.
Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες.
Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας.
Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν.
Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα.
Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας για να επιβλέπουν τους μοναχούς.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε τον μαύρο δαίμονα.
Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο;
Τι άλλη δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας;
Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του.
Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και κοσμικές υποθέσεις.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας ενοχλεί και μας ανησυχεί.
Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον όλεθρο να πάνε!!
Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας.
Ζούμε με τον φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει.
Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχάριοι ξεσηκώνονται.
Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο.
Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε εφαρμογή.
Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Άγια Γραφή.
Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία.
Αρκεί να σου πω ότι ένας από αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από εδώ.
Είναι τόσο ανηλεείς και ασυμβίβαστοι εναντίον μας, όσο και ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας).
Επί τέλους, έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας.
Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκεί πηγή εχθρότητα και ταραχής.
Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δεν διαβάζεται τα βιβλία μου;
Δεν είναι και αυτά πνευματικά;
Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι;
Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία.
Δε φτάνει παρά να πέσει ένα απ` αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος κι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε κι να αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας.
Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας;
Κι εκείνος απάντησε.
Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μονάχους και τις μοναχές μακριά από τις πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και την μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων.
Γιατί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στα σχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων που έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό;
Οι μοναστές που ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό της αράχνης.
Ως ότου όλα αυτά τα βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε.
Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου.
Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός.
Ο γέροντας ξεκίνησε για την εκκλησία με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών και μπήκε στην εκκλησία.
Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια όλα όσα είδε κι άκουσε κατ την διάρκεια της φοβερής Αυτής οπτασίας.
Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά για να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.
Μεταθανάτιες Εμπειρίες
η εμπειρία ενός Ορθόδοξου Ρώσσου στον οποίο επέτρεψε ο Θεός να πεθάνει και μετά να επανέλθει στη ζωή . Στο ευαγγέλιο του πλόύσιου και του Λαζάρου , ο κολασθείς πλούσιος παρακαλεί τον Κύριο να του επιτρέψει να ξαναγυρίσει στη ζωή για να πεί στα αδέλφια του και στους συγγενείς του τι εστί κόλαση . Ο Κύριος του απαντά ότι δεν θα το πιστέψουν όπως δεν πίστεψαν και το Ευαγγέλιο , τους προφήτες και τους πατέρες . Εμείς θα τον πιστέψουμε το Ρώσσο νεαρό ? Οι εμπειρίες του Ρώσσου νεαρού συμφωνούν με τη διδασκαλία της Ορθόδοξου Πίστεως έτσι όπως μας την εκφράζει ο Αγιορείτης μοναχός Εφραίμ από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα . http://www.dailygreece.com/2007/03/post_75.php
δείτε όλο το βιντεο
http://video.google.com/videoplay?docid=-6087880634127568249&hl=en#
Είμαι ο πατήρ Πορφύριος της λέω χαμογελόντας…
Ἡ ῎Εφη ἦταν δεκαοκτὼ χρονῶν κι ἔμενε τὸ καλοκαίρι μὲ τοὺς γονεῖς της καὶ τὸν ἀδελφὸ της στὸ Μπογιάτι. Εἶχαν περιβόλι μὲ κηπευτικὰ καὶ τὰ πουλοῦσαν. Ἕνα βράδυ ἡ μητέρα τῆς ῎Εφης τὴν ἔστειλε σ’ ἕνα μαγαζάκι ἐκεῖ κοντά, ν’ ἀγοράσει πετρέλαιο γιὰ τὴ λάμπα. Σημειῶστε ὅτι δὲν εἶχαν τότε ρεῦμα. Ἐπιστρέφοντας πρὸς τὸ σπίτι, ἡ ῎Ἐφη συναντάει στὸ δρόμο ἕνα ἀγόρι, συμμαθητή της. Μιλοῦσαν γιὰ τὰ μαθήματα. Τὸ σημεῖο, ὅμως, ποὺ εἶχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω ἀπὸ ἕνα φορτηγὸ αὐτοκίνητο. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη πέρασε ὁ ἀδελφὸς τῆς Ἔφης καὶ τοὺς εἶδε νὰ κουβεντιάζουν. Τὸ παρεξήγησε, γιατὶ πίστεψε ὅτι πονηρὰ κουβεντιάζουν καὶ τὸ εἶπε στὴ μητέρα τους.
῾Η Ἔφη μᾶς ντροπιάζει, εἶπε, κουβεντιάζει στὸ δρόμο μ’ ἕνα ἀγόρι.
΄Όταν ἔφτασε στὸ σπίτι ἡ Ἔφη, ἡ μητέρα της τὴ μάλωσε πολὺ καὶ τὴν ἔδειρε. Τότε οἱ ἀρχὲς ἦταν πολὺ αὐστηρές. Ἡ Ἔφη πικράθηκε πολύ. Ἐπαναστάτησε γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὴν καχυποψία τοῦ ἀδελφοῦ της.
Τὴν ἄλλη μέρα γύρισε στὸ σπίτι ὁ πατέρας, ποὺ ἔλειπε. Ἐκεῖνος τῆς φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδὴ μὲ κατανόηση καὶ καλὸ τρόπο.
-᾿Εγώ, δὲν τὰ πιστεύω αὐτά, τῆς λέει. Ἔλα, πᾶμε νὰ ποτίσουμε τὸ περιβόλι. Ἐσὺ θὰ κάθεσαι καὶ ὅπου βλέπεις πὼς ποτίζεται μιὰ βραγιὰ θά μοῦ λὲς νὰ γυρίζω τὸ νερὸ σ’ ἄλλη βραγιά.
῎Ετσι ἔγινε. Ἡ Ἔφη, ὅμως, δὲν εἶχε κοιμηθεῖ καθόλου τὴν προηγούμενη νύχτα. Ἡ στενοχώρια καὶ ἡ ἀδικία τὴν πνίγανε. Ἀπελπίστηκε κι ἀποφάσισε νὰ θέσει τέρμα στὴ ζωή της. Τὴν ὥρα, λοιπόν, ποὺ ξεκινοῦσαν μὲ τὸν πατέρα της γιὰ τὸ περιβόλι ἔκανε ἕνα σχέδιο. Νὰ πάρει ἕνα γεωργικὸ φάρμακο καὶ τὸ βραδάκι, μετὰ τὸ πότισμα, κρυφὰ νὰ τὸ πιεῖ καὶ νὰ πεθάνει. Σκεφτόταν: «Νὰ δῶ τότε, θὰ μὲ ἀγαποῦν;» Πῆρε λοιπὸν τὸ φάρμακο, τὸ ἔβαλε στὴν τσέπη της καὶ περίμενε νὰ βραδιάσει γιὰ νὰ τὸ πάρει. Δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει ἡ δύσκολη ὥρα. Ὁ πατέρας ἀμέριμνος τῆς λέει:
-Πήγαινε στὴν ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ νὰ κλείσεις τὸ νερό.
Πῆγε γρήγορα. Ἦταν ἀθέατη. Κανεὶς δὲν ὑπῆρχε γύρω της. Ὁ πατέρας ἀρκετὰ μέτρα μακριὰ κι ἐκείνη τρέχοντας ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη. Ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ἀκούει βήματα. Δὲν πρόλαβε νὰ κουνηθεῖ κι ἐμφανίζεται μπροστὰ της κάποιος ἄγνωστος ἱερέας. Τὴν χαιρετάει καὶ τῆς λέει:
-῎Εφη μου, ξέρεις πόσο ὡραῖος εἶναι ὁ Παράδεισος! Φῶς, χαρά, ἀγαλλίαση. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλος φῶς καὶ σκορπάει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση σὲ ὅλους. Μᾶς περιμένει στὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὸν παράδεισο. ῾Υπάρχει ὅμως κι ἡ κόλαση, ποὺ εἶναι ὅλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, ἀγωνία, κατάθλιψη. Ἂν πάρεις αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὴν τσέπη σου, θὰ πᾶς στὴν κόλαση. Πέταξέ το, λοιπόν, γιὰ νὰ μὴν χάσουμε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Παραδείσου.
Ἡ Ἔφη τὰ ἔχασε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο λέει στὸν ἱερέα, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, εἶχε πετάξει τὸ φάρμακο:
-Περιμένετε νὰ φωνάξω καὶ τὸν πατέρα μου νά σᾶς δεῖ.
Τρέχει μὲς στὸ περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τὶς ψηλὲς καλαμποκιές, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν πατέρα της. Τὸν βρήκε καὶ τοῦ λέει:
-Πατέρα, ἔλα γρήγορα νὰ δεῖς ἕναν ἱερέα, ποὺ ἦλθε στὴν ἄκρη τοῦ περιβολιοῦ μας.
Ὅταν, ὅμως, φτάσανε στὸ σημεῖο ποὺ ἔπρεπε νὰ περιμένει ὁ ἱερέας, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἐκεῖ.
Γιὰ πολὺ καιρὸ ἡ Ἔφη δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει ὅλα ὅσα τῆς συνέβησαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ἱερέα. Ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ξαναβρεῖ. Τῆς εἶχε σώσει τὴ ζωή.
᾿Εν τῷ μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στὴν Ἀθήνα ὅλη ἡ οἰκογένεια. Ἡ Ἔφη πήγαινε πολλὲς φορὲς στὴ νονά της, ποὺ ἦταν πολὺ θρῆσκα, κι ἔμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Ἡ νονὰ της συνήθιζε νὰ δέχεται στὸ σπίτι της καὶ νὰ φιλοξενεῖ θεολόγους, ἱερεῖς, μοναχούς. Κάποια φορά, λοιπόν, ποὺ ἡ Ἔφη πῆγε στὴ νονά της, στὸ σαλόνι εἶχε μιὰ ἐπίσκεψη. Ἡ Ἔφη δὲν γνώριζε ποιὸς ἦταν. Ἡ νονὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἔρχεται στὴν κουζίνα καὶ λέει τῆς Ἔφης:
-῎Έφη, ἑτοίμασε γλυκὸ καὶ καφὲ καὶ φέρτα στὸ σαλόνι γιὰ τὸν ἐπισκέπτη.
῾Η Ἔφη τὰ ἑτοίμασε. Καθυστέρησε, ὅμως, λίγο καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὰ πήγαινε, ἡ νονὰ τὴν πρόλαβε. Τῆς λέει λοιπόν:
-῎Όχι αὐτὸ τὸ δίσκο. Βάλε τὸν ἀσημένιο, γιατί ἡ ἐπίσκεψη εἶναι ἐπίσημη.
Γύρισε ἡ Ἔφη στὴν κουζίνα, ἄλλαξε τὸ δίσκο καὶ τὸν πῆγε στὸ σαλόνι. Ἀλλὰ τὶ νὰ δεῖ! Πῆγε νὰ τῆς πέσει ὁ δίσκος ἀπ᾿ τὰ χέρια. Βλέπει μπροστὰ της τὸν ἱερέα ποὺ εἶχε ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τὸ δύσκολο γι᾿ αὐτὴν βράδυ στὸ περιβόλι τους.
-Εἶμαι ὁ πατὴρ Πορφύριος, τῆς λέω χαμογελώντας.
Ἔτσι γνωριστήκαμε μὲ τὴν Ἔφη κι ἀπὸ τότε ἔχουμε μεγάλη φιλία. Ἔκανε οἰκογένεια μὲ πολλὰ παιδιά. Τὴν εὐλόγησε ὁ Θεός. Βλέπετε τί τρόπους μπορεῖ νὰ μεταχειριστεῖ ὁ Θεός, ὅταν θέλει νὰ σώσει ἕναν ἄνθρωπο;
Πηγή: Όρθρος
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ - O ΒΙΟΣ ΤΟΥ
Παιδική ηλικία
Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων, ενώ η μητέρα του λεγόταν Ευλαμπία. Ο Γέροντας είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι Φαρασιώτες φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαφτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το δικό του όνομα «για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είχε πει.
Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη, μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο στον Πειραιά και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου και τακτοποιήθηκε προσωρινά στο Κάστρο. Στην Κέρκυρα η οικογένειά του έμεινε ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του «με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο». Από μικρός συνεχώς είχε μαζί του ένα χαρτί, στο οποίο σημείωνε τα θαύματα του Αγίου Αρσενίου. Έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς τον μοναχισμό και διακαώς επιθυμούσε να μονάσει. Οι γονείς του χαριτολογώντας, του έλεγαν «βγάλε πρώτα γένια και μετά θα σε αφήσουμε».
Εφηβικά χρόνια και ο στρατός
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος δούλεψε σαν ξυλουργός. Όταν του παραγγελνόταν να κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ο ίδιος συμμεριζόμενος την θλίψη της οικογένειας, αλλά και τη φτώχεια της εποχής, δεν ζητούσε χρήματα.
Το 1945 ο Αρσένιος κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Όσο καιρό δεν ήταν ασυρματιστής, ζητούσε να πολεμεί στην πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οικογενειάρχες, να μην βλαφτούν. Το μεγαλύτερο όμως διάστημα της θητείας του το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Απολύθηκε από το στρατό το 1949.
Μοναστικός Βίος
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στα κοσμικά για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του. έτσι το 1950 πήγε στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές. Εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει πιστά.
Λίγο αργότερα αποχώρησε από τη μονή και κατευθύνθηκε στη Μονή Εσφιγμένου. Εκεί τελέσθηκε η τελετή της «ρασοευχής» και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Και εκεί αμέσως ξεχώρισε για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του, την ταπεινοφροσύνη του, αφού θεωρούσε εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς, ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.
Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Φιλοθέου, που ήταν Ιδιόρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» και πήρε το «Μικρό Σχήμα». Τότε ήταν τελικά που ονομάστηκε και «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του. Ο Γέρων Αυγουστίνος αυτήν την περίοδο απέκτησε στενή σχέση με τον Παΐσιο.
Το 1958, ύστερα από «εσωτερική πληροφόρηση», πήγε στο Στόμιο Κονίτσης. Εκεί πραγματοποίησε έργο το οποίο αφορούσε στους ετερόδοξους αλλά περιελάμβανε και τη βοήθεια των βασανισμένων και φτωχών Ελλήνων, είτε με φιλανθρωπίες, είτε παρηγορώντας τους και στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, με αιχμή το λόγο του Ευαγγελίου. Επί 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του.
Από εκεί πήγε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Ο Γέροντας εργαζόταν ως ξυλουργός και ό,τι κέρδιζε το έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως τρόφιμα και φάρμακα.
Επιστροφή στο Άγιο Όρος
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου.
Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν, μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Μονή Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικά σε χειρονακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τύχωνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τύχωνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τύχωνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.
Στην Παναγούδα
Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στή μοναχική αδελφότητα ως εξαρτηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Οι ασθένειες του Γέροντα
Το ιστορικό
Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας έπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ενώ εργαζόταν στην πρέσσα που είχε στο κελί του, έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνήθηκε να νοσηλευτεί και υπέμεινε καρτερικά την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.
Το τέλος της ζωής του
Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται.
Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος «κοιμήθηκε» την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Πνευματική Παρακαταθήκη του Γέροντα Παΐσιου
Γενικά
Ο Γέρων Παΐσιος ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, ο οποίος πίστευε στο λόγο του Ευαγγελίου, κάνοντας τρόπο ζωής τον μοναστικό βίο και τις διδαχές της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Οι εγκύκλιες γνώσεις του περιορίζονταν στο επίπεδο του δημοτικού. Παρ’ όλα αυτά ξεχώριζε για την «χαριτωμένη» απλότητά του και την έντονη αγωνία που τον διακατείχε για την βοήθεια των συνανθρώπων του, που αναζητούσαν ένα πνευματικό καθοδηγητή. Ο ίδιος αποτελούσε παράδειγμα ανθρώπου αφιερωμένου στον Θεό, αφαιρώντας τις προσωπικές επιδίωξεις και τα προσωπικά θελήματα. Η υπακοή, η άσκηση, η ταπείνωση, η ευσέβεια, το φιλότιμο και πάνω από όλα η αγάπη και η μακροθυμία, αποτελούσαν τρόπο ζωής για τον ίδιο, αλλά και διδαχές για όσους αποζητούσαν ένα λόγο παρηγοριάς ή κάποια επίλυση προσωπικού προβλήματος.
Διδαχές
Λογισμοί. Μεγάλο βάρος έδινε στον λογισμό ο Γέροντας. Πάντα ανέφερε ότι όλα ξεκινούν από τους καλούς λογισμούς, οι οποίοι αποδιώκουν τους κακούς. Να σκέπτόμαστε θετικά για τον συνάνθρωπο και όχι αρνητικά, γιατί αλλιώς εισέρχεται η πονηριά στον άνθρωπο και η ισχυρογνωμοσύνη. Μάλιστα ανέφερε να μην εμπιστευόμαστε και τους δικούς μας λογισμούς και να δίνουμε χώρο στο θέλημα του Θεού, γιατί όποιος κάνει κάτι τέτοιο βγαίνει πάντα κερδισμένος.
Φιλότιμο. Ο Γέροντας διαρκώς ανέφερε οτι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν και αρχοντική αγάπη. «Ό,τι προσφέρουμε ή κάνουμε», έλεγε «πρέπει να γίνεται φιλότιμα και όχι αναγκαστικά και συμφεροντολογικά. Να μην ακολουθούμε από φόβο αλλά να έχουμε θέληση και καλή προαίρεση, όπως και ο Χριστός όταν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο».
Θεία Δικαιοσύνη. Ανέφερε διαρκώς πως αν ο άνθρωπος θέλει να ομοιάσει στους Αγίους πρέπει να εφαρμόζει την Θεία δικαιοσύνη και όχι την ανθρώπινη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη κατά τον Γέροντα είναι τυφλή και υπάρχει για να αποτρέπει τους κακούς και πονηρούς ανθρώπους. Η Θεία δικαιοσύνη όμως στοχεύει να εξυπερετεί τον αδύναμο άνθρωπο και αυτούς που έχουν ανάγκη. Όταν εφαρμόζουμε την Θεϊκή δικαιοσύνη τότε αποφεύγουμε τις έριδες, τις κατακρίσεις και τις διαφορές με τους συνανθρώπους μας.
Θεία Πρόνοια. Η Θεία πρόνοια είναι ανεξιχνίαστη και ανεξερεύνητη, στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου και την αιώνια ζωή. Επεσήμανε πως δεν πρέπει συνέχεια να μεριμνούμε για τα « βιοτικά » πράγματα, γιατί ο Θεός προνοεί έτσι ώστε να μας δίνει αυτό που ποθούμε, πολλές φορές πριν καν το ζητήσουμε, αρκεί το μυαλό μας να βρίσκεται σε Αυτόν και να προσευχόμαστε. Όταν συμβαίνει κάτι άσχημο σε κάποιον είναι παραχώρηση από το Θεό και όχι σταλμένο απο αυτόν, έτσι ώστε να εκπαιδεύσει του ανθρώπους ένεκα της οικονομίας Του.
Ταπείνωση. Η ταπείνωση για το γέροντα ήταν το θεμελιώδες στοιχείο της σωτηρίας του ανθρώπου και γενικότερα το στοιχείο το οποίο επιφέρει τις καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ανέφερε μάλιστα οτι ο Θεός «αδυνατεί» να βοηθήσει όταν ο άνθρωπος δεν ταπεινώνεται και προσπαθεί τότε με κάθε τρόπο να επιφέρει την ταπείνωση, μέσω των παθών. Χωρίς ταπείνωση, συνέχιζε, δεν επέρχεται η Θεία Χάρις, κλείνουμε την καρδιά μας από το Χριστό και ό,τι αρχικά «κερδίζουμε» γρήγορα το ξαναχάνουμε.
Υπακοή. Η πλήρης υπακοή, σύμφωνα με το γέροντα επιφέρει την ταπείνωση που είναι η αρχή όλων των καλών. «Να υπακούμε και όταν αδικούμαστε, γιατί ο Θεός ανταποδίδει την υπομονή στην αδικία» συχνά έλεγε. «Σήμερα όλοι είναι ανυπόμονοι, οι υπομονετικοί όμως σύμφωνα με το Χριστό θα κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών», κατέληγε.
Προφητείες. Ο Γέροντας πραγματοποίησε και αρκετές προφητείες. Δυστυχώς όμως πολλοί καπηλεύτηκαν τις διδαχές του γέροντος, λέγοντας πολλά πράγματα, είτε για ίδιον ώφελος, είτε για εθνικά φρονήματα, που ο ίδιος ποτέ δεν ενέφερε, κάτι που τον λυπούσε ενώ ήταν ήδη εν ζωή. Οι περισσότερες από αυτές αφορούσαν τα τεκταινόμενα που έχουν να κάνουν με την Κωνσταντινούπολη, επεξηγήσεις πάνω στις προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού αλλά και περί Αντιχρίστου.