Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά.
Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»!
Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο.
Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε.
Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν).
Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.
Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε:
«Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Γιου μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα του! Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις».
Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη;». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά».
Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ' αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ' αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ' αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου