Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Ἀποφθέγματα ἀββάδων (β')


Ἀββᾶς Ἰωάννης (Κ)
Ἔγραψε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης: ἀπόφευγε ὡς ἀπὸ μάστιγος τοὺς τῶν πτωμάτων τόπους· καρποῦ γὰρ μὴ παρόντος, οὐ συχνῶς ὀρεγόμεθα.

Ἀββᾶς Εὐδόκιμος (Μ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος: «Αὐτὸς (ὁ διάβολος) μισεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ ὁ ἄνθρωπος τὶ εἴδους μίσος εἶναι αὐτό».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος: «μετάνοια καὶ ἀγάπη λείπουν ἀπὸ τὸν διάβολο».
Ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος εἶπε γιὰ τὸν πονηρό: «Αὐτὸς λέει πολλά».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος: «Ὁ μιλήσας πολλάκις μετανοήσας, ὁ δὲ σιωπήσας ποτέ».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος: «ἀργολογία μήτηρ πάσης κακίας».
Ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος εἶπε σὲ ἀδελφὸ «Ἱκετευτικὰ νὰ παρακαλᾶς τὸν Κύριο».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος: «μὴν ἀφήνεις τὸν λογισμὸ νὰ πηγαίνει ἀπὸ 'δῶ καὶ ἀπὸ 'κεῖ».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος γιὰ νὰ γλυτώσει κάποιος ἀπὸ ἕναν μέγιστο πειρασμὸ: «Τοῦτο τὸ γένος δὲν ἐκπορεύεται παρὰ μὲ Νηστεία καὶ Προσευχή».
Ρώτησε ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Εὐδόκιμο γιὰ τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ εἶπε: ἐσὺ νὰ τὴν λὲς «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἐπιμένοντας στὸ «ἡμῶν» λέγοντας Κύριος ποιανοῦ;
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐδόκιμος ὅτι γιὰ νὰ γίνει ἡ νοερὰ προσευχή καρδιακή παίρνει πολύ χρόνο. Καὶ ὅταν ἀποκτήσεις τὴν καρδιακὴ προσευχή αἰσθάνεσαι πόνο στὴν καρδιά.

Ἀποφθέγματα ἀββάδων (α')


Ἀββᾶς Παῦλος (Σ)
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: «μὴ κατακρίνετε. πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν κατάκρισή μας λέμε μὰ τὴν ἀλήθεια λέω! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶπε νὰ κατακρίνεις ἀλήθεια ἢ ψέμματα, εἶπε νὰ μὴν κατακρίνεις καθόλου.»
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παῦλος ἕνας εὔκολος δρόμος ποὺ ὀδηγεῖ στὴν καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀληθινὴ ταπείνωση, καὶ ὄχι ταπεινολογία, εἶναι ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς «μὴ κρίνετε».
Eἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: πολλοὶ προσκυνητὲς ἔρχονται καὶ μὲ ρωτᾶνε, ἔφαγα μπορῶ νὰ κοινωνήσω; Δὲν ἔχω δεῖ ὅμως κανέναν μέχρι τώρα νὰ μὲ ρωτήσει, κατέκρινα μπορῶ νὰ κοινωνήσω;
Ἀδελφοὶ ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Παῦλο, ἂν μετὰ ἀπὸ προσευχὴ δὲν πάρουν τὴν σωστὴ ἀπόφαση σὲ ἕνα δίλημμά τους, βοηθάει ὁ Θεός; Καὶ εἶπε ὁ ἀββᾶς ὅτι ἕνας μοναχὸς ἔλεγε τὴν εὐχὴ (λανθασμένα) ὡς ἐξῆς «Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὲ μὴ μὲ ἐλεήσεις!», καὶ ἐρχόμενος πρὸς αὐτὸν κάποιος Δεσπότης τὸν διόρθωσε. Φεύγοντας ὁ Δεσπότης καὶ μπαίνοντας στὸ καράβι ὁ μοναχὸς ξέχασε νὰ λέει τὴν εὐχὴ σωστὰ ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. Καὶ ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Δεσπότη, καὶ ἄρχισε νὰ περπατάει στὴν θάλασσα γιὰ νὰ τὸν φτάσει καὶ νὰ τοῦ λέει ὅτι ξέχασε νὰ τὴν λέει ὅπως τοῦ εἶπε. Καὶ ὁ Δεσπότης τοῦ ἀπάντησε ἀπὸ τὸ καράβι «λέγε την εὐλογημένε ὅπως ξέρεις». Δηλαδὴ ὁ μοναχὸς λανθασμένως ἔλεγε τὴν εὐχὴ ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πλούσια ἐπάνω του!
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παῦλος: «ἄσε τὸν Θεὸ νὰ μπεῖ στὴν καρδιά σου καὶ Αὐτός ξέρει».
Εἶπαν ἀδελφοὶ στὸν ἀββᾶ Παῦλο: «ἀββᾶ εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ὀδηγηθεῖ κανεὶς στὸν φανατισμό». ναι, ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς χρειάζεται μεγάλη διάκριση γιὰ νὰ ἀκολουθήσει κανεὶς τὴν μέση ὁδό.
Ρωτήσανε ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Παῦλο περὶ τῆς ἐσχατολογίας, καὶ ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς: οἱ Πατέρες δὲν μᾶς παρέδωσαν νὰ ἔχουμε μνήμη ἐσχάτων, ἀλλὰ μνήμη θανάτου.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Στην Σκήτη της Αγιάννας, θαύμα της Θείας Πρόνοιας



Από την Καλύβα «Κοίμησις της Θεοτόκου» στην Σκήτη της Αγιάννας, ο Πάτερ Θεόκτιστος Μοναχός είχε βαρειά άρρωστο τον Γέροντα του Μακάριο Μοναχό.

Ο Γέρο - Μακάριος κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη και από την υπερβολική άσκηση έπαθε τρομερή εξάντληση καθότι δεν ήταν προικισμένος με φυσική αντοχή.

Ήταν ημέρα Κυριακή της Απόκρεω, κατά το σωτήριον έτος 1750 και ο Γερο - Μακάριος από την εξάντληση βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά ήταν και Δίκαιος της Σκήτης.

Ο υποτακτικός του Θεόκτιστος Μοναχός, που ήταν και παραδικαίος και είχε και την φροντίδα του Κυριακού της Σκήτης, μετά από την θεία Λειτουργία, είχε μεγάλη στενοχώρια και αγωνία, τι φαγητό να δώσει στον Γέροντά του, για να μπορέσει κάπως να τονωθεί και να αναλάβει από την εξάντληση πού είχε.
Με τη σκέψη αυτή, κατέβηκε στην παραλία μήπως βρει κανένα ψάρι, αλλά η θάλασσα ήταν τόσο ταραγμένη και φουρτουνιασμένη και καμία ψαρόβαρκα δεν φαινόταν να ξεμυτίσει κατακεί, μα ούτε και στο πέλαγο δεν περνούσε καμία.
Τότε βαθιά συγκινημένος, με πίστη θερμή, γονάτισε και έκαμε προσευχή στο Θεό και παρακαλούσε και την Θεοπρομήτορα του Χριστού και μητέρα της Παναγίας μας Αγία Άννα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του αυτή ο Πάτερ Θεόκτιστος και βλέπει πάνω στα αφρισμένα κύματα της θάλασσας να παιχνιδίζει ένα αρκετά μεγάλο ψάρι.
Αμέσως με Θεού φώτιση έκαμε το σημείο του Σταυρού προς την κατεύθυνση, που βρισκόταν το ψάρι και το κύμα, ω των θαυμάσιων σου Χριστέ Βασιλεύ! πέταξε έξω στην άμμο της παραλίας το ψάρι εκείνο.
Γεμάτος χαρά ο Πάτερ Θεόκτιστος, πήρε το ψάρι, το πήγε στο Κυριακό, που ήταν κατάκοιτος ο Γέροντας του, έφτιαξε φαγητό, από το οποίο έδωσε στον Γέροντά του, ο οποίος μια φορά έφαγε από το ψάρι εκείνο και πήρε τόση δύναμη που έγινε τελείως καλά και θεραπεύθηκε από την ασθένειά του.

Με το υπόλοιπο ψάρι, ο Πάτερ Θεόκτιστος, φιλοξένησε όσους βρέθηκαν στο Κυριακό την ημέρα εκείνη Μοναχοί και κοσμικοί και όλοι μαζί δόξασαν τον Πανάγαθο Κύριο και Θεόν «Τον θαυμαστόν εν τοις έργοις και τοις Αγίοις Αυτού».


Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

ΤΡΟΜΕΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ


Στη Σκήτη της Αγίας Άννης, σε μια από τις παραλιακές Καλύβες πριν από 90 περίπου χρόνια, ασκήτευαν πέντε Μοναχοί, ό Γέροντας Ιερομόναχος και Πνευματικός, ό διάδοχος ιερομόναχος, δύο Μοναχοί και ένας Δόκιμος μοναχός.

Ή ζωή τους, άκρα καλογερική, με όλους τους τύπους της Μέρας Παραδόσεως του ασκητικού Μοναχισμού. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υποτάσσονται στο θέλημα του Κυρίου και να ζούνε όπως όλοι οί Πατέρες της Σκήτης, σύμφωνα με τα τυπικά και τις Παραδόσεις των αγίων Πατέρων.

Ό Δόκιμος έγινε Μοναχός κι έλαβε το όνομα Σάββας, πέρασαν πολλά χρόνια στην υπακοή, πέθανε ό πνευματικός και κατά την ταξί έγινε ό διάδοχος Γέροντας στη Συνοδεία, και με την βοήθεια του Θεού συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής.

Γλυκεία οπτασία την ώρα του Θανάτου


Στην Καλύβα «Ακάθιστος ύμνος», της Ιεράς Σκήτης των Καυσοκαλυβίων, μέχρι το 1960 έμενε ο τελευταίος Μοναχός ασκητής, από την συνοδεία του περίφημου εκείνου Πνευματικού Παπα - Χαρίτωνα, που είχαν έρθει στην Σκήτη αυτή, από την Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου της Μεγίστης Λαύρας (βλέπε στον Α' τόμο του Γεροντικού μας σελ. 186).

Ο Μοναχός αυτός, Πάτερ Αθανάσιος, ο λεγόμενος «Στρέζοβας», γιατί κατάγονταν από την σημερινή Δάφνη των Καλαβρύτων, που παλαιότερα λέγονταν Στρέζοβα, μας διηγήθηκε ότι στην συνοδεία τους, όταν ο Παπα - Κοσμάς, μετά την κοίμηση του Γέροντα του, Παπα - Χαρίτωνα, έφυγε από την Σπηλιά και πήγε στα Καυσοκαλύβια, ήλθε νεώτερος αδελφός, ο οποίος έγινε Μοναχός, και του έδωσαν το όνομα Χαρίτων.

Μεγάλο κακό η αδιαλλαξία

Σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες των Κατουνακίων, ένας υποτακτικός, ο Μοναχός Χερουβείμ, πολλά χρόνια στην υπακοή, από φθόνο κι συνεργεία του εχθρού της αρετής και εφευρέτη της κακίας Σατανά, διαφώνησε με τον Γέροντα του Μοναχό Ακάκιο, και έτσι όπως ήταν σκανδαλισμένοι έτυχε ο Γέροντας Ακάκιος να πεθάνει.Ύστερα από αρκετά χρόνια αρρώστησε και ο υποτακτικός Μοναχός Χερουβείμ και πέθανε κι αυτός, χωρίς να ζητήσει συγχώρεση, ο υποτακτικός από τον Γέροντά του.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Φοβερή η κρίση του θανάτου


Σε μια ξεροκαλύβα της Ιεράς Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου, πριν από πολλά χρόνια, ένας υποτακτικός, Μηνάς το όνομα του, αρρώστησε βαρειά για θάνατο.
Ξαφνικά εκεί που νόμιζαν οι πατέρες που τον φρόντιζαν πώς θα πεθάνει, βλέπουν και έκανε απότομες κινήσεις των χεριών και του κεφαλιού του.

Οι παρευρισκόμενοι εκεί παρακολουθούσαν με πολλή περιέργεια και ενδιαφέρον τις κινήσεις και σε ερώτησή τους, ο μελλοθάνατος, είπε: «Κριτήριο, αδελφοί μου, Κριτήριο, φοβερό Κριτήριο στο οποίο αντιδικούν οι Δαίμονες με τους Αγγέλους. Σας παρακαλώ αδελφοί μου κάνετε προσευχή για την ψυχή μου» και λέγοντας αυτά, μετά πολλών ωρών πάλη και αγωνία, παρέδωσε το πνεύμα.
Που όμως; κανείς δεν γνωρίζει, ποίοι άραγε να νίκησαν;

Φοβερή αδελφοί μου είναι η ώρα του θανάτου.

Φοβερό το Κριτήριο και η αντιδικία των Δαιμόνων και η απόφαση στα χέρια της θείας Δικαιοσύνης, αλλά ας παρακαλούμε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και να ζητήσωμεν απ' αυτόν, με εξομολόγηση και ταπεινή καρδιά, να νικήσει το Έλεός Του την Κρίσιν, επειδή η αγία Γραφή λέει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε, ψάλω καί συνήσω εν οδώ άμώμω• πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν κακία καρδίας μου, εν μέσω του οίκου μου» (Ψαλμ. Ρ' 100).
Δηλαδή: Εγώ Κύριε θα ψάλλω το έλεος Σου με την κρίση μαζί, κι αυτά θα τα καταλάβω όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της αναμαρτησίας και παρακαλώ πότε θα έλθεις σπίτι μου; Όταν θα βρίσκομαι στο δρόμο της ακακίας και της καλοσύνης; Τότε σε παρακαλώ να έλθεις να παραλάβεις την ψυχή μου και να την κρίνεις με το άπειρο Σου έλεος και όχι με τη δικαία Σου κρίση! Αυτό θα πρέπει όλοι μέρα νύχτα να παρακαλούμε και να διορθώνουμε τα σφάλματα και αμαρτήματα μας, και κατά τη θεία Του εντολή θα πρέπει για να τύχουμε του θείου ελέους, να γινόμαστε έτοιμοι όπως το είπε ο ίδιος «Γίνεσθε έτοιμοι, διότι ο θάνατος ως κλέπτης έρχεται εν ώρα ή ου δοκήται» και επειδή ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης τότε που δεν τον περιμένουμε, θα πρέπει ανά πασά στιγμή να είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχτούμε και να λέμε κι εμείς με τον Προφήτη Δαυίδ «Πότε ήξεις προς με»; δηλ. πότε, Κύρη, θάρθεις και σε μένα να με πάρεις;

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανέναν


1. Κάποιοι αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη: Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά του Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο.Μπήκαν λοιπόν σ’ένα καράβι για να πάνε και σ’αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων (Είναι η αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων. Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο προς την γραπτή συλλογή που ακολούθησε αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. 
Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός .Σαν βγήκαν στο λιμάνι παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος:«Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου,αββά» και ο Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί ότι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.

Φοβερό κριτήριο την ώρα του Θανάτου


Στην Σκήτη της «Αγίας Τριάδος» τα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» από το 1910 ασκητικά διαβίωνε ένας μεγάλος Καλλιτέχνης Ξυλόγλυπτης εκ Μυτιλήνης καταγόμενος Γερο -Αρσένιος με τους υποτακτικούς του, τον πνευματικό εξομολόγο Παπα - Νικόδημο και τον Μοναχό Γερμανό.

Ο Μοναχός Γερμανός παρέλαβε δυο από τα καλύτερα Ξυλόγλυπτα έργα του Γέροντα του, από τα οποία το μεν ένα παρίστανε την «Σταύρωση του Κυρίου» το δε άλλο την «Δευτέρα Παρουσία και την μέλλουσα Κρίση Αυτού».

Τα μεγάλης αξίας αυτά έργα ο Π. Γερμανός μετέφερε προς πώληση στην Αμερική, αλλά επειδή όπως μας πληροφόρησαν, ζητούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και για τα δυο, δεν μπόρεσε να τα πουλήσει και τα είχε τοποθετήσει σε μια μεγάλη έκθεση, στην οποία, όσοι επιθυμούσαν να τα δουν, πλήρωναν ιδιαίτερο εισιτήριο.

Από τα ποσά που εισέπραττε, μέρος βαστούσε για την συντήρησή του και τα υπόλοιπα έστελνε στον Γέροντα του, διότι ήταν πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενος υποκτακτικός.

Πέρασαν περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε πού έφυγε, και όταν γύρισε ο Π. Γερμανός στα Καυσοκαλύβια στην Μετάνοια του, ο Γέροντας του με τον πνευματικό Παπα - Νικόδημο είχαν απέλθει στας αιωνίους Μονάς, στην βασιλεία των ουρανών. Στη ζωή βρήκε μόνο τον νεώτερο από την Συνοδεία αυτή και ανεψιό του Παπα -Νικόδημου, Επιφάνειον Ιερομόναχον.

Ο Π. Επιφάνιος με χαρά άμετρη δέχθηκε τον εξ Αμερικής επιστρέψαντα Γέροντα Γερμανό, τον οποίον μετά προθυμίας εξυπηρέτησε μέχρι βαθέως γήρατος.

Ο Γέρο - Γερμανός, γεροντάκι πλέον, όταν πλησίασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του από την ψεύτικη αυτή ζωή, είπε στον αδελφό Π. Επιφάνιο: «Αδελφέ νομίζω πώς ήλθε ο καιρός να φύγω για πάντα από την ζωή αυτή. Γι' αυτό αν θέλεις παρακάλεσε τους πατέρες της Σκήτης να κάνουν δέηση και θερμή προσευχή προς Κύριον για την ταλαίπωρη ψυχή μου και ο θεός να ελπίσει και σένα και όλους τους αδελφούς».

Λέγοντας αυτά τα λόγια στον Π. Επιφάνιο, παρουσία και άλλων Πατέρων της Σκήτης, άρχισε ένα φοβερό Κριτήριο, στο οποίο απαντούσε ο Πάτερ Γερμανός μονολεκτικά με ένα ναί ή ένα όχι. Πού και πού έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα, ψέμματα λέτε. Για εκείνο έκανα αυτό το καλό, έκανα εκείνη τη μετάνοια» και πάλι έλεγε «Ναι το έκανα, αλλά έδωσα ελεημοσύνη», και άλλοτε έλεγε «Όχι αυτό δεν το έκανα».
Τούτο διήρκεσε αρκετή ώρα και σ' αυτή την κατάσταση παρέδωσε το πνεύμα του κατά το έτος 1955.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Ελεημοσύνη

Όποιος ελεεί τον αδελφό του, λέει κάποιος Πατέρας, πρέπει να το κάνει σαν να ελεεί τον εαυτό του. Αυτή η ελεημοσύνη πλησιάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό.


Υπάρχουν άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους πτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρεί το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωση μία πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώσει λίγο σιτάρι.
-Φέρε το σακούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερέας.
Η γυναίκα το έφερε.
-Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήταν κι ένας ξένος μπροστά σ’ αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
-Δε μου λες, Πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
-Όχι, το χάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
-Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποια η ανάγκη ν’ ακριβοεξετάζεις το μέτρο και να λυπήσεις τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».

Προσευχή


Εκείνος που έχει συμμαζεμένο το νου του, όταν προσεύχεται, και προσέχει σ' αυτά που λέγει, απομακρύνει με τη φλόγα της προσευχής του τους δαίμονες, λέγει ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Εκείνος όμως που μετερωρίζεται (σκορπίζει το νου του σε ανώφελες σκέψεις) περιπαίζεται απ' αυτούς.


Ένα Άγιος Ερημίτης, πολλά χρόνια κλεισμένος μέσα σε μια σπηλιά στη ρίζα ενός απόκρημνου βράχου, είχε μοναδική του απασχόληση την προσευχή. Ο Ουράνιος Πατήρ, προνοώντας γι' αυτόν, όπως και τα πετεινά τ' ουρανού, τον έτρεφε μ' αυτό το θαυμαστό τρόπο: Κάθε βράδυ, ύστερα από τη δύση του ηλίου, έβρισκε ένα ζεστό ψωμί, που έλεγες πως μόλις είχε βγει από το φούρνο, στην είσοδο της σπηλιάς του. Χρόνια γινότανε αυτό!
Μια μέρα όμως πήγε να δει τον Ερημίτη μας ένας συνασκητής του και καθώς συνομιλούσαν, του υπέδειξε πως δεν ήταν σωστό να κάθεται αργός. Τον βοήθησε να κόψει καλάμια από το έλος και τον έμαθε να πλέκει πανέρια.
Σαν βράδιασε, κουρασμένος από τη δουλειά και πεινασμένος ο Γέροντας, πήγε στη σπηλιά του να πάρει το ψωμί του. Με πόση ανακούφιση θα το έτρωγε! Δε βρήκε όμως τίποτε. Έτσι κοιμήθηκε νηστικός. Την άλλη μέρα ασχολήθηκε πάλι με ζήλο στο εργόχειρο, αλλά δε βρήκε πάλι στη θέση το βράδυ το ευλογημένο ψωμάκι, με το οποίο τόσα χρόνια τον έτρεφε ο Θεός. Στενοχωρημένος τότε προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριο να του φανερώσει σε τι είχε σφάλει, ώστε να πάψει να φροντίζει πια γι' αυτόν. Άκουσε τότε θεία φωνή να του λέει:
-Όταν ήσουν απασχολημένος μόνο με μένα, σε έτρεφα. Τώρα που έμαθες εργόχειρο, δίκαιο είναι να σε τρέφει αυτό.

Προσευχή


Από τις συμβουλές στους Μοναχούς αγίου Γέροντα:
«Αν εργάζεσαι το εργόχειρό σου και σημάνει η ώρα της προσευχής, μη πεις στον εαυτό σου «ας αποτελειώσω της σειρά που μου απόμεινε ή ας συμπληρώσω λίγες βελονιές κι ύστερα πηγαίνω». Παραμέρισε όλα τ’ άλλα καθήκοντα και δόσε το χρέος σου στο Θεό. Διαφορετικά μαθαίνεις να θεωρείς πάρεργο την προσευχή και την Ακολουθία. Έτσι όμως και την ψυχή στερείς από πνευματική τροφή και το σώμα σου από υλική. Γιατί δε θα προκόψει το εργόχειρο σου, χωρίς την ευλογία του Θεού. Η προθυμία σου στα πνευματικά και στα σωματικά θα φανεί από το πρωί που θα ξημερώσει».


Ο Όσιος Παλάμων, ο Γέροντας του Οσίου Παχωμίου, όταν έβλεπε πως ο νεαρός υποτακτικός του νύσταζε τη νύκτα που προσευχόταν, τον έπαιρνε κι ανέβαιναν πάνω στο γειτονικό αμμόλοφο. Κρατούσε ο καθένας τους ένα ζεμπίλι και κουβαλούσαν άμμο από το ένα μέρος στο άλλο. Τον συνήθιζε έτσι ν’ αντιστέκεται στον ύπνο και να γίνεται πιο πρόθυμος στην προσευχή.
-Να είσαι πάντα άγρυπνος, παιδί μου, του έλεγε συχνά, για να μη σε βρει στον ύπνο ο πειρασμός και κλέψει όλους σου τους κόπους.
Συνήθισε σιγά –σιγά ο Παχώμιος να σηκώνει τα χέρια του στον Ουρανό από το βράδυ, που άρχιζε την προσευχή του, και να τα κατεβάζει, όταν έβγαινε ο ήλιος. Έτσι απέκτησε καθαρή καρδιά κι αγνό σώμα.

Ακτημοσύνη


Λένε για κάποιο πολύ φτωχό Ερημίτη πως, σαν του πήγαινε κανένας αδελφός λίγο φαΐ και τύχαινε να του πάει κι άλλος την ίδια μέρα, δεν κρατούσε το δεύτερο, λέγοντας:
-Μ’ έθρεψε σήμερα ο Κύριός μου. Μού αρκεί αυτό.


Ένας αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
-Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
-Όχι, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν είναι καθόλου σωστό να τα κρατήσεις, γιατί έτσι μαθαίνεις να στηρίζεις τις ελπίδες σου σ’ αυτά και παύεις να έχεις την προστασία του Θεού.

Νηστεία


Όταν μοίραζαν το σιτάρι της χρονιάς στους Πατέρες της σκήτης, στον Όσιο Αρσένιο έδιναν το ένα τέταρτο από ό,τι έδιναν στους άλλους, γιατί πάντα του περίσσευε. Κι’ απ’ αυτό το ελάχιστο, εβεβαίωνε ο μαθητής του ο Αββάς Δανιήλ, συντηρείτο ο Όσιος και φιλοξενούσε τους επισκέπτες του. Τόσο νηστευτής ήταν ο ευλογημένος!


Ανεξικακία

Κάποιος σοφός πατήρ λέει: «Εκείνος που αδικείται και συγχωρεί, ομοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος που δεν αδικεί μεν, αλλ’ ούτε να αδικείται του αρέσει, είναι στη θέση του Αδάμ. Ο άδικος όμως, ο κακεντρεχής κι ο συκοφάντης δεν διαφέρει από τον διάβολο».

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ΄

Για τους δώδεκα αναχωρητές


1. Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι,
συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα
κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση.
Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:
«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα
όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου
μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας
συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους. Έτσι,
έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και
αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει
αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις
τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω. Αλλά να έχεις στραμμένη την
προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.
Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν
τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και
οργή. Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την
ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».
Ο δεύτερος είπε:
«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου: Σήμερα
αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες
να κατοικείς εδώ σαν ξένος. Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας
ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».
Ο τρίτος είπε:
«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω,
πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου.
Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ
να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση. Αφού το κάνω
αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν
στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για
τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ.
Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη
(δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ΄
αυτούς που κλαίνε».
108


Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ΄

Διάλογος αγίων Γερόντων με ερωτήσεις και αποκρίσεις


1. Πώς πρέπει να είναι ο μοναχός στο κελί;
Απόκριση: Να απέχει από τη γνώση των πολλών πραγμάτων, ώστε, καθώς
ο λογισμός μένει ελεύθερος από τα διάφορα, να κατοικήσει η γνώση του
Κυρίου.
2. Ερώτηση: Τι είναι ο μοναχός;
Απόκριση: Ο μοναχός είναι σαν την περιστερά. Όπως η περιστερά βγαίνει
στον αέρα την κατάλληλη στιγμή να τινάξει τα φτερά της, κι αν
καθυστερήσει έξω από τη φωλιά, δέχεται χτυπήματα από τα άγρια πουλιά
και χάνει την ομορφιά της, έτσι και ο μοναχός, βγαίνει την ώρα της
σύναξης να ξετινάξει τους λογισμούς του, κι αν αργοπορήσει έξω απ΄ το
κελί, ραπίζεται από τους δαίμονες και σκοτεινιάζουν οι λογισμοί του.
3. Ερ.: Με ποιο λογισμό ο διάβολος βγάζει έξω από το κελί τον μοναχό;
Απ.: Ο διάβολος είναι σαν τον γητευτή των φιδιών. Όπως ο γητευτής με
μαγευτικά λόγια κάνει το φίδι να βγει από τη φωλιά και αφού το πιάσει, το
πάει και το ρίχνει στις πλατείες της πόλης και το αφήνει εκεί να το
περιπαίζουν οι άνθρωποι, κι όταν γεράσει πολύ μαζί του, ύστερα ή το
θανατώνει στη φωτιά ή το πνίγει στη θάλασσα, έτσι και ο μοναχός τα ίδια
παθαίνει, όταν παρασύρεται απ΄ τους λογισμούς και εγκαταλείπει το κελί
του.
7. Ερ.: Πώς πρέπει να γίνεται το έργο της ψαλμωδίας και ποιο να είναι το
μέτρο της νηστείας;
Απ.: Τίποτε παραπάνω απ΄ αυτό που έχει ορισθεί. Γιατί πολλοί θέλοντας το
παραπάνω, ύστερα ούτε το λίγο μπόρεσαν να εκτελέσουν.
9. Ερ.: Αν με σκανδαλίσει ο αδελφός, με συμβουλεύεις να του βάλω μετάνοια;
Απ.: Βάλε του μετάνοια και ξέκοψε απ΄ αυτόν. Έχουμε τον αββά Αρσένιο
πού λέει: Με όλους να έχεις αγάπη κι απ΄ όλους να βρίσκεσαι σε
απόσταση.
10. Ερ.: Τι σημασία έχει για τον άνθρωπο το να προσφέρει ευχαριστήριο δώρο
στην εκκλησία;
103
Απ.: Αυτό το πράγμα είναι θησαυρός φυλαγμένος μπροστά στον Θεό. Ό,τι
βάζεις εδώ, αμέσως πηγαίνει επάνω.
11. Ερ.: Έχω επιθυμία να μαρτυρήσω για τον Θεό.
Απ.: Αν σε ώρα δύσκολη υπομείνει κανείς τον πλησίον, αυτό είναι ίσο με το
καμίνι των τριών Παίδων.
12. Ερ.: Γιατί η πορνεία ενοχλεί τον άνθρωπο;
Απ.: Επειδή ο διάβολος γνωρίζει ότι η πορνεία μας αποξενώνει από το
Πνεύμα το Άγιο, καθώς ακούει τον Κύριο που λέει:
«Δεν θα παραμείνει το Πνεύμα μου σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί αυτοί
είναι σάρκες».
(Ερώτηση ενός νέου σε κάποιο Θηβαίο Γέροντα για το πώς πρέπει να κάνει
την πνευματική εργασία στο κελί).
13. Ερ.: Πώς πρέπει να «ησυχάζει» κανείς στο κελί;
Απ.: Όταν κάνει την άσκηση στο κελί, διόλου να μη θυμάται άνθρωπο.
14. Ερ.: Ποια εργασία οφείλει η καρδιά να κάνει, για να είναι στραμμένος ο
μοναχός στον εαυτό του;
Απ.: Αυτή είναι η τέλεια εργασία του μοναχού, το να έχει πάντοτε
στραμμένη την προσοχή στον Θεό χωρίς να περισπάται ο νους.
15. Ερ.: Πώς οφείλει να διώχνει ο νους τους πονηρούς λογισμούς;
Απ.: Είναι εντελώς αδύνατον από μόνος του να το κάνει αυτό ούτε έχει
τέτοια δύναμη. Αλλά κι αν η ψυχή πέσει σε λογισμούς, αμέσως οφείλει να
καταφύγει σ΄ αυτόν πού την έπλασε ικετεύοντας τον, και κείνος τους
διαλύει σαν κερί. Γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.
18. Ερ.: Λοιπόν, με ποια τέχνη καταφεύγει ο λογισμός στον Θεό;
Απ.: Αν σου έρθει λογισμός πορνείας, αμέσως τράβηξε από κει τον νου και
φέρτον ψηλά με βιασύνη.
Μην αργοπορήσεις, γιατί η αργοπορία ισοδυναμεί με συγκατάθεση.
19. Ερ.: Αν έρθει λογισμός κενοδοξίας ότι κατόρθωσες αρετή, δεν οφείλει να
τον αντικρούσει ο λογισμός;
Απ.: Οποιαδήποτε ώρα κανείς αντιλέγει στον λογισμό, αμέσως ο λογισμός
γίνεται πιο ισχυρός και πιο ορμητικός, εκείνος με την αντιλογία του
βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από σένα. Επιπλέον το Πνεύμα το Άγιο
δεν σε βοηθάει και τόσο, γιατί παρουσιάζεσαι σαν να καυχιέσαι, ότι
δηλαδή μπορώ εγώ να τα βγάλω πέρα με τα πάθη.
Όπως εκείνος που έχει πνευματικό πατέρα, στον πατέρα τα αναθέτει και
είναι αμέριμνος για όλα και ούτε νοιάζεται πια τι λόγο θα δώσει και στον
104
Θεό, έτσι κι εκείνος που παρέδωσε τον εαυτό του στον Θεό δεν πρέπει να
έχει καθόλου φροντίδα για τον λογισμό ή να αντιπαραταχθεί στον λογισμό
ή γενικά να μην τον αφήσει να μπει μέσα του.
Αν γίνει και μπει, σύρε τον πάνω στον Πατέρα σου και πες στο λογισμό:
«Εγώ δεν έχω τίποτε με σένα, να ο Πατέρας μου, αυτός ξέρει». Κι επίμονα
τράβα τον επάνω, οπότε σ΄ αφήνει στα μισά του δρόμου και φεύγει, γιατί
δεν μπορεί να ΄ρθει μαζί σου σε Εκείνον ούτε να σταθεί μπροστά Του. Απ΄
αυτή την εργασία ανώτερη και πιο αμέριμνη δεν υπάρχει σ΄ όλη την
Εκκλησία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄

Σχετικά με την ενάρετη ζωή


1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του,
άκουσε μια φωνή που του έλεγε:
«Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην
Αλεξάνδρεια».
Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει.
Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του.
Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:
«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου».
Ο τσαγκάρης είπε:
«Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί
να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο
μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις
ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις
αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ».
Τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε:
«Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά
κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον
περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».
5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε
μια φωνή που έλεγε:
«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ
της πόλης».
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να
οδοιπορεί για την πόλη.
Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η
μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη.
Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας:
«Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από
την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;»
100
«Πάτερ -του λένε- πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την
κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;»
Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε:
«Φανερώστε μου το έργο σας».
Τότε του λένε:
«Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να
παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε
χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να
φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα,
ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο
τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας
επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε
αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον
θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος».
Όταν τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε:
«Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο
Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».
6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ
ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να
κατοικεί μέσα του.
7. Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη
λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».
8. Ο ίδιος είπε:
«Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ:
Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».
9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι
Γέροντες και μιλούσαν για αββάδες ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισώη,
τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισώη, τα σχετικά μ΄ αυτόν ξεπερνούν κάθε
διήγηση».
17. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί
σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν
οι μέρες σαν ένα τίποτε γι αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει:
«Πες μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο».
Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο».
Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄ αφήσω, αν δεν μου πεις».
Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει.
Και αν πω «έλα», έρχεται».
101
20. Έλεγαν για τον αββά Ώρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε
έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.
21. Ο ίδιος ο αββάς Ώρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο:
«Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄ αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».
22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα
να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.
31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση
κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο
άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της
ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το
προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής
έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο
συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους
και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει
θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄ όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄ αυτά
δεν μετέχω».
Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄ αυτόν και του λέει:
«Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με
στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας
για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την
επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».
102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄

Περί σημειοφόρων


4. Έλεγε ο αββάς Δουλάς, ο μαθητής του αββά Βησαρίωνα:
Καθώς βαδίζαμε κάποτε στα αμμώδη υψώματα δίπλα από τη θάλασσα,
δίψασα και είπα στον αββά Βησαρίωνα:
«Αββά, διψώ πολύ».
Και ο Γέροντας, αφού έκαμε ευχή, μου είπε:
«Πιες απ΄ τη θάλασσα».
Κι έγινε γλυκό το νερό και ήπια. Ωστόσο όμως εγώ γέμισα και το δοχείο
μου, μη τυχόν διψάσω παρακάτω.
Και μόλις με είδε ο Γέροντας μου είπε:
«Γιατί γέμισες νερό;»
«Συγχώρησέ με, του απάντησα, μη τυχόν διψάσω παραπέρα».
Και η απάντηση του Γέροντα:
«Ο Θεός είναι εδώ αλλά και παντού είναι ο Θεός».
6. Κάποια άλλη φορά πάλι, καθώς πηγαίναμε σε κάποιον Γέροντα, πήγε ο
ήλιος να βασιλέψει.
Προσευχήθηκε τότε ο Γέροντας και είπε:
«Σε παρακαλώ, Κύριε, ας σταθεί ο ήλιος ώσπου να φτάσω στον δούλο σου».
Κι έγινε έτσι.


Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄

Περί διορατικών


4. Ο αββάς Δανιήλ είπε:
«Μας διηγήθηκε ο αββάς Αρσένιος -τάχα για κάποιον άλλον, ενώ ο ίδιος
ήταν- τα εξής:
Ένας Γέροντας καθώς καθόταν στο κελί του, άκουσε φωνή που έλεγε:
«Έλα, θα σου δείξω τα έργα των ανθρώπων».
Σηκώθηκε και βγήκε. Τον έφερε σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν
Αιθίοπα να κόβει ξύλα και να κάνει απ΄ αυτά ένα μεγάλο φορτίο, που
προσπαθούσε να το φορτωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να αφαιρέσει
ξύλα από αυτό, έκοβε κι άλλα και τα στοίβαζε στο φορτίο. Αυτό το έκαμνε
για πολλή ώρα.
Προχώρησε λίγο παρά πέρα. Του δείχνει έναν άνθρωπο να στέκεται πάνω
σε λάκκο, να βγάζει νερό απ΄ αυτόν και να το ρίχνει σε μια δεξαμενή που
ήταν όλο τρύπες και έπεφτε το ίδιο το νερό πάλι στον λάκκο.
Ξανά του λέει:
«Έλα, θα σου δείξω άλλο».
Και βλέπει έναν ναό και δύο άνδρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν
οι δυο τους ένα ξύλο σε πλάγια θέση ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήθελαν να
περάσουν από τη θύρα, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί το ξύλο ήταν
πλαγιαστό. Και δεν πήρε την ταπεινή θέση ο ένας πίσω από τον άλλο,
ώστε να μεταφέρουν το ξύλο κρατώντας το προς την ευθεία που πήγαιναν,
και γι αυτό έμειναν έξω από την πόρτα.
Αυτοί είναι, εξήγησε, εκείνοι που βαστούν τον ζυγό της δικαιοσύνης με
υπερηφάνεια, και δεν ταπεινώθηκαν να διορθώσουν τον εαυτό τους και να
βαδίσουν την ταπεινή οδό του Χριστού. Γι αυτό και μένουν έξω από τη
Βασιλεία του Θεού. Εκείνος που κόβει τα ξύλα, είναι ο άνθρωπος ο
πεσμένος σε πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει, βάζει κι άλλες πάνω
στις αμαρτίες του. Τέλος, εκείνος που τραβά το νερό είναι ο άνθρωπος πού,
ναι μεν κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σ΄ αυτά είχε αναμείξει όχι καλό
σκοπό, έχασε εξαιτίας αυτού και τα καλά έργα.
Κάθε άνθρωπος λοιπόν πρέπει να είναι προσεκτικός στα έργα του, για να
μην κοπιάσει άδικα».
92
30. Έλεγαν για τον αββά Παχώμιο ότι κάποτε κηδευόταν το σκήνωμα ενός
νεκρού και ότι το συνάντησε ο αββάς στον δρόμο.
Βλέπει δύο αγγέλους να ακολουθούν τον νεκρό πίσω από το νεκροκρέβατο.
Απόρησε γι αυτούς και παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το
γεγονός.
Τον πλησιάζουν οι δύο άγγελοι. Τους ρωτάει:
«Γιατί εσείς που είστε άγγελοι ακολουθείτε τον νεκρό;»
Και του λένε οι άγγελοι:
«Ο ένας από μας είναι της Τετάρτης κι ο άλλος της Παρασκευής. Αυτός ως
τη μέρα που πέθανε δεν παρέλειπε να νηστεύει Τετάρτη και Παρασκευή, γι
αυτόν τον λόγο ακολουθήσαμε πίσω από το σκήνωμά του. Επειδή λοιπόν
μέχρι τον θάνατό του τήρησε τη νηστεία, κι εμείς μ΄ αυτόν τον τρόπο
δοξάσαμε αυτόν που έκανε αγώνα ενώπιον του Κυρίου».
31. Ο μακάριος Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε
στους Πατέρες ότι κάποτε επισκέφθηκε ένα μοναστήρι για ωφέλεια των
αδελφών. Μετά τη συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπήκαν στην αγία
του Θεού εκκλησία να κάνουν την καθιερωμένη ακολουθία. Ο μακάριος
Παύλος -λέει- πρόσεχε τον καθένα που έμπαινε στην εκκλησία, άραγε με
ποια ψυχική διάθεση ερχόταν στην ακολουθία. Γιατί ο Θεός και αυτό το
χάρισμα του είχε δώσει, να βλέπει ποιος είναι ο καθένας στην ψυχή, όπως
εμείς βλέπουμε ο ένας τον άλλο.
Όλοι έμπαιναν με λαμπρή την ψυχή και το πρόσωπο χαρωπό και ο
άγγελος του καθενός χαιρόταν μαζί του. Έναν -λέει- τον βλέπει μαύρο και
σκοτεινό σ΄ όλο του το σώμα. Δαίμονες τον περιτριγύριζαν κι απ΄ τα δύο
μέρη, τον τραβούσαν και του περνούσαν χαλινάρι στη μύτη, ενώ ο άγγελός
του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και θλιμμένος.
Ο Παύλος κλαίγοντας και χτυπώντας με το χέρι το στήθος, καθόταν έξω
από την εκκλησία και θρηνούσε αυτόν που τον είδε σε τέτοια κατάσταση.
Οι Πατέρες μπροστά στην παράξενη στάση του αββά και στην απρόοπτη
μεταβολή του σε δάκρυα και πένθος, άρχισαν και οι ίδιοι να θρηνούν, και
τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πει τι είδε, φοβούμενοι
μήπως το έκανε γιατί είχε κάποιο παράπονο από όλους. Τον
παρακαλούσαν ακόμη να μπει στην ακολουθία.
Ο Παύλος όμως τους απομάκρυνε και καθόταν έξω, θρηνώντας με την
ψυχή του αυτόν που τον είδε έτσι.
Ύστερα από λίγο η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν. Ο Παύλος πάλι
παρατηρούσε τον καθένα, θέλοντας να δει σε τί κατάσταση ήσαν αυτοί
που έβγαιναν. Βλέπει λοιπόν εκείνον τον άνδρα, τον μαύρο και ζοφερό, να
βγαίνει από την εκκλησία λαμπρός στο σώμα, τους δαίμονες να
ακολουθούν κάπου μακριά και τον άγιο άγγελο κοντά του να τον
93
συνοδεύει και να χαίρεται πολύ γι αυτόν. Ο Παύλος αναπήδησε με χαρά
και φώναζε ευλογώντας τον Θεό:


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>