Από τις συμβουλές στους Μοναχούς αγίου Γέροντα:
«Αν εργάζεσαι το εργόχειρό σου και σημάνει η ώρα της προσευχής, μη πεις στον εαυτό σου «ας αποτελειώσω της σειρά που μου απόμεινε ή ας συμπληρώσω λίγες βελονιές κι ύστερα πηγαίνω». Παραμέρισε όλα τ’ άλλα καθήκοντα και δόσε το χρέος σου στο Θεό. Διαφορετικά μαθαίνεις να θεωρείς πάρεργο την προσευχή και την Ακολουθία. Έτσι όμως και την ψυχή στερείς από πνευματική τροφή και το σώμα σου από υλική. Γιατί δε θα προκόψει το εργόχειρο σου, χωρίς την ευλογία του Θεού. Η προθυμία σου στα πνευματικά και στα σωματικά θα φανεί από το πρωί που θα ξημερώσει».
Ο Όσιος Παλάμων, ο Γέροντας του Οσίου Παχωμίου, όταν έβλεπε πως ο νεαρός υποτακτικός του νύσταζε τη νύκτα που προσευχόταν, τον έπαιρνε κι ανέβαιναν πάνω στο γειτονικό αμμόλοφο. Κρατούσε ο καθένας τους ένα ζεμπίλι και κουβαλούσαν άμμο από το ένα μέρος στο άλλο. Τον συνήθιζε έτσι ν’ αντιστέκεται στον ύπνο και να γίνεται πιο πρόθυμος στην προσευχή.
-Να είσαι πάντα άγρυπνος, παιδί μου, του έλεγε συχνά, για να μη σε βρει στον ύπνο ο πειρασμός και κλέψει όλους σου τους κόπους. Συνήθισε σιγά –σιγά ο Παχώμιος να σηκώνει τα χέρια του στον Ουρανό από το βράδυ, που άρχιζε την προσευχή του, και να τα κατεβάζει, όταν έβγαινε ο ήλιος. Έτσι απέκτησε καθαρή καρδιά κι αγνό σώμα.
Πώς ν’ αποκτήσω κατάνυξη στην προσευχή, Αββά; ρώτησε ένας Αδελφός τον Όσιο Σιλουανό, που είχε μεγάλη πείρα στα πνευματικά. Και του εμπιστεύθηκε πως έκανε μεγάλη προσπάθεια να ψάλλει μελωδικά για ν’ αντιστέκεται στον ύπνο που τον ενοχλούσε στην Ακολουθία.
-Η ψυχή, παιδί μου, δε συγκινείται τόσο από τη μελωδία, όσο από το περιεχόμενο του ψαλμού, εξήγησε ο Όσιος. Προσέχοντας μόνο να ψάλλεις μελωδικά, κινδυνεύεις να πέσεις σε κενοδοξία και να σκληρύνει πιο πολύ η καρδιά σου. Είτε προσεύχεσαι, είτε ψάλλεις, να έχεις πάντοτε βαθειά συναίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά στον Άγιο Θεό. Μην επιτρέπεις στο νου σου να ρεμβάζει. Αγάπησε την ταπεινοσύνη, που γεννά την κατάνυξη. Μη θέλεις να κάνεις επίδειξη της σοφίας και των γνώσεών σου. Προτίμα να διδάσκεσαι παρά να διδάσκεις. Κοντά στα παραπάνω, βλέποντας ο Θεός την αγαθή σου προαίρεση, θα σου δώσει το χάρισμα της κατανύξεως.
Λένε για τον Όσιο Σισώη τον Θηβαίο, πως, μόλις απόλυε η εκκλησία, έφευγε για το κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Μερικοί νεοφερμένοι Μοναχοί στη σκήτη, που δεν τον γνώριζαν ακόμη, βλέποντάς τον, έλεγαν πως είχε δαιμόνιο και τον κυνηγούσε. Οι παλαιότεροι όμως τους εξήγησαν πως μ’ αυτό τον τρόπο συνήθιζε ο Όσιος ν’ αποφεύγει τις συνομιλίες, για να μη αποσπάται ο νους του από την προσευχή.
Και ο Αββάς Μακάριος συνήθιζε στο τέλος της Θ. Λειτουργίας να στέκεται στην πόρτα της εκκλησίας και να ψιθυρίζει στους Μοναχούς που έβγαιναν:
-Φεύγετε, Αδελφοί.
-Πού θέλεις να πάμε, Αββά; ρωτούσαν οι νεότεροι. Μήπως πιο βαθειά στην έρημο;
Ο Όσιος τότε έβαζε το δάκτυλο στο στόμα και τους απαντούσε:
-Τούτο δω να φεύγετε.
Εννοούσε τις συνομιλίες, για να μη σκοτίζεται ο νους τους και χάνουν τις καλές σκέψεις που κέρδισαν με την προσευχή.
Η προσευχή του χριστιανού, λέει κάποιος Γέροντας, πρέπει να γίνεται, πρώτον, με διάθεση ειρηνική, ύστερα με ησυχία και κοσμιότητα. Όταν προσεύχεται μαζί με άλλους στην εκκλησία, πρέπει ν’ αποφεύγει τις εξωτερικεύσεις της ευλαβείας του και τις δυνατές φωνές που φέρνουν σύγχυση και στον ίδιο και στους άλλους. Η προσευχή οφείλει να γίνεται με εσωτερικό πόνο της καρδιάς και με ήρεμο νου αφωσιωμένο στο Θεό. Υπάρχουν άνθρωποι, που πάσχουν από σωματικές αρρώστιες κι ενώ χειρουργούνται ή καυτηριάζονται από το γιατρό, υποφέρουν καρτερικά τον πόνο, χωρίς φωνές και φασαρία, σιωπηλά και υπομονετικά. Άλλοι πάλι ανυπόμονοι χαλούν τον κόσμο από τις φωνές, όταν τους κάνουν θεραπεία. Μήπως όμως έτσι αποφεύγουν τον πόνο; Μάλλον τον αυξάνουν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την προσευχή. Οι πνευματικότεροι άνθρωποι προσεύχονται αθόρυβα με «στεναγμούς αγλαλήτους». Έτσι διατηρούν την ψυχική τους γαλήνη. Οι άλλοι δε συγκρατούν τον εαυτό τους. Προσεύχονται μεγαλοφώνως, με εκδηλώσεις εξωτερικές, που συχνά σκανδαλίζουν τους άλλους. Ο πραγματικός χριστιανός πρέπει ν’ αποφεύγει την ακαταστασία και τα εξωτερικά σχήματα. Να προτιμά την τάξη, την ησυχία και την ταπείνωση. Αυτό ζητά και ο Θεός με το στόμα του Προφήτου, που λέγει: «επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον, τον τρέμοντά μου τους λόγους;»
Όσοι χριστιανοί διάλεξαν αυτό το δρόμο, έγιναν παράδειγμα και φως για πολλούς άλλους.
Οι Αδελφοί της σκήτης ρώτησαν ένα Γέροντα, αν πραγματικά ωφελούνται εκείνοι που ζητούν από τους άλλους να προσευχηθούν για χάρη τους.
-Πολύ ισχύει δέησις δικαίου, αποκρίθηκε ο Αββάς πλην όμως «ενεργουμένη» (Ιακ. ε’ 16). Βοηθουμένη, με άλλα λόγια, από τον ίδιο που ζητά την προσευχή. Σε τι να ωφελήσουν οι προσευχές των αγίων, εκείνον, που θεληματικά παραμελεί την σωτηρία του; Και τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής κι ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:
-Σε παρακαλώ, Κύριε, μη με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσουμε όλοι μαζί την Ουράνιο μακαριότητα. Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση. Πλησίαζε η γιορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινουβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανηγύρι. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπήκουσε στη θεία προσταγή. Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένο χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογγά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.
-Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ’ έρριξε κάτω κι έφυγε. Τι έγινε, κι εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
-Τι να σου κάνουμε, γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί. Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.
Σε λίγο να κι ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξη:
-Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
-Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δε μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα. Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθειά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.
-Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
-Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ. Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο γέρο Ηγούμενος αποφασιστικά, κι ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
-Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ’ ελεήσει ο Θεός. Δε σ’ αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλη.
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να σέρνει τα πόδια του.
Παράδοξο πράγμα!
Σιγά –σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να δει τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος. Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκειά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ’ αξιωθούν οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του. Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ουράνια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίσει καινούριο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώσει χαρακτήρες.
Από το Γεροντικό
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου