Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας μὲ ἄλλους τρόπους, ὅταν μᾶς παρουσιάζωνται τὰ ὁρατὰ ἀντικείμενά τους.

Ὅταν βλέπῃς πράγματα ὡραῖα στὴν ὄψι καὶ τίμια στὴ γῆ, σκέψου, ὅτι ὅλα εἶναι μηδαμηνά, καὶ σὰν μιὰ
κοπριά, σὲ σχέσι μὲ τὴν σύγκρισι τῶν ὡραιοτήτων καὶ πλουσιοτήτων τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα μετὰ τὸ
θάνατο θὰ ἀπολαύσῃς ἂν καταφρονήσῃς ὅλο τὸν κόσμο· στρέφοντας ὅλη τη ματιά σου πρὸς τὸν ἥλιο,
σκέψου ὅτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν εἶναι φωτεινὴ καὶ ὡραία ἡ ψυχή σου, ἂν σταματᾷς στὴ χάρι τοῦ
Ποιητοῦ σου· διαφορετικά, εἶναι περισσότερο σκοτεινὴ καὶ σιχαμερὴ ἀπὸ τὸ καταχθόνιο σκοτάδι.
Βλέποντας μὲ τὰ μάτια σου στὸν οὐρανό, πέρασε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ψηλότερα στὸ πύρινο οὐρανό
(43), καὶ ἐκεῖ συγκετρώσου μὲ τὸν λογισμό, σὰν νὰ σοῦ εἶναι αὐτὸς ἕτοιμος γιὰ παντοτεινὴ εὐτυχέστατη
κατοικία, ἐφ᾿ ὅσον ζήσεις ἐδῶ στὴ γῆ μὲ ἀθῳότητα. Ἀκούγοντας τὰ κελαδίσματα τῶν πουλιῶν πάνω στὰ
δέντρα τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως καὶ ἄλλα μελῳδικὰ τραγούδια, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου σὲ ἐκεῖνα τὰ
γλυκοκελαδίσματα τοῦ Παραδείσου, καὶ σκέψου πὼς ἐκεῖ ἀκούγεται ἀσταμάτητα τὸ Ἀλληλούια καὶ οἱ
ἄλλες ἀγγελικὲς δοξολογίες (44) καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ τὸν ὑμνῇς γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ
ἐκεῖνα τὰ οὐράνια πνεύματα «Καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσα φωνὴν ὄχλου πολλοῦ μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ,
λέγοντος Ἀλληλούια» (Ἀποκ. 19,3).
Ὅταν καταλάβης ὅτι νιώθεις εὐχαρίστησι ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν δημιουργημάτων, σκέψου, ὅτι ἐκεῖ
παρακάτω ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση, βρίσκεται κρεμασμένο τὸ ὑποχθόνιο φίδι, πολὺ προσεκτικὸ καὶ πρόθυμο
νὰ σὲ σκοτώσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ σὲ πληγώσῃ καὶ πὲς ἐναντίον του· «Ἄ, κατηραμένο φίδι! πῶς κάθεσαι ἔτσι
ποὺ ἔχεις στείσει παγίδα, γιὰ νὰ μὲ καταφᾶς»! καὶ ἔπειτα ἀφοῦ στραφῆς πρὸς τὸ Θεό, πές· «Εὐλογητὸς
εἶσαι, Θεέ μου, ποὺ μοῦ φανέρωσες τὸ ἐχθρό μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸ λυσσασμένο του λάρυγγα καὶ
τὸ ἄγγιστρο». Καὶ ἀμέσως κατάφυγε, κατάφυγε στὶς πληγὲς τοῦ ἐσταυρωμένου, συγκετρώσου σὲ αὐτές,
καὶ σκέψου πόσο ὑπέφερε ὁ Κύριός μας στὴν ἁγιώτατη σάρκα του, γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μισήσῃς τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας.
Σοῦ θυμίζω καὶ ἄλλο ἕνα πρᾶγμα, γιὰ νὰ ἀποφύγης αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ἀπόλαυσι καὶ εὐχαρίστησι τῆς
σάρκας· καὶ αὐτὸ εἶναι, τὸ νὰ βυθίζῃς καλὰ τὸ νοῦ σου στὸ νὰ συλλογίζεται μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τί θὰ
γίνῃ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ τότε σοῦ ἄρεσε· δηλαδή, ὅτι θὰ γίνῃ σάπιο καὶ γεμάτο σκουλίκια καὶ βρωμιά·
ὅταν περπατᾷς σὲ κάθε βῆμα καὶ διασκελισμὸ ποδιοῦ ποὺ κάνεις, θυμήσου πὼς κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο
πηγαίνεις πλησιάζοντας στὸν τάφο. Βλέποντας πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἢ νερὰ νὰ τρέχουν, σκέψου πὼς ἡ ζωή
σου μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα πετᾶ καὶ πηγαίνει στὸ τέλος της. Ὅταν ξεσηκωθοῦν ἄνεμοι δυνατοὶ τὸν
χειμῶνα, ἢ ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, τότε θυμήσου τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως· καὶ κλίνοντας
τὰ γόνατα, προσκύνησε τὸν Θεὸ καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σοῦ δώσῃ χάρι καὶ χρόνο, νὰ ἑτοιμασθῇς καλά,
γιὰ νὰ παρουσιασθῇς τότε μπροστὰ στὴν Ὕψιστη Μεγαλειότητα.
Ἐὰν σὲ βροῦν διάφορα γεγονότα, ἐξασκήσου κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο· ὅταν, παραδείγματος χάριν, εἶσαι
στενοχωρημένος ἀπὸ κανένα πόνο ἢ μελαγχολία ἢ ὑποφέρῃς ἀπὸ πυρετὸ ἢ κρύωμα ἢ κάτι ἄλλο θλιβερό,
ἀνέβασε τὸ νοῦ σου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο φάνηκε εὐχάριστο γιὰ τὸ καλό σου νὰ ὑποφέρῃς σ᾿
αὐτὸ τὸ μέτρο καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν ἀρώστεια καὶ τὴν θλῖψι, γιὰ τὴν ὁποία, χαρούμενος γιὰ τὴν
ἀγάπη ποὺ σοῦ δείχνει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἀφορμὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ
ἀρέσουν περισσότερο, πὲς μὲ τὴν καρδιά σου· «Ἰδοὺ εἰς ἐμὲ τὸ πλήρωμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μου, τὸ
ὁποῖο ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὥρισε μὲ ἀγάπη νὰ ὑποφέρω ἐγὼ αὐτὴ τὴν θλῖψι· ἂς εἶναι πάντα εὐλογημένος ὁ
ἀγαθώτατός μου Δεσπότης». Καὶ πάλι, ὅταν ἔλθη στὸ νοῦ σου κανένας καλὸς λογισμός, στρέψου στὸ Θεὸ
καὶ γνωρίζοντας ὅτι προῆλθε ἀπὸ αὐτόν, εὐχαρίστησέ τον.
Ὅταν κάνῃς ἀνάγνωσι, πίστεψε ὅτι βλέπεις τὸν Θεὸ κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ λόγια, καὶ δέξου τα σὰν νὰ
προέρχονταν ἀπὸ τὸ θεϊκό του στόμα. Τὸν καιρὸ ποὺ βλέπεις ὅτι βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα,
λυπήσου καὶ παρακάλεσε τὸν Θεό, νὰ μὴν πέσῃς στὸ αἰώνιο σκοτάδι. Βλέποντας τὸν σταυρό, συλλογίσου
πὼς αὐτὸς εἶναι ἡ σημαία καὶ τὸ λάβαρο τῆς ἐκστρατείας καὶ τοῦ πολέμου σου, καὶ πώς, ἂν ἀπομακρυνθῇς
ἀπὸ αὐτόν, θὰ παραδοθῇς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἂν ὅμως τὸν ἀκολουθήσῃς, θὰ φθάσης στὸν οὐρανὸ
φορτωμένος μὲ ἔνδοξα βραβεῖα. Βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀφιέρωσε τὴν καρδιά σου σ᾿ αὐτὴ
ποὺ βασιλεύει στὸν Παράδεισο καὶ εὐχαρίστησέ την, γιατὶ στάθηκε πάντα ἕτοιμη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
σου, γιατὶ γέννησε, θήλασε, ἀνέθρεψε τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, καὶ γιατὶ δὲν λείπει στὸν ἀόρατό μας
πόλεμο ἡ προστασία καὶ ἡ βοήθειά της. Οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἂς παραβάλλουν στὸ νοῦ σου ὅτι ἔχεις
τόσους συμπαραστάτες καὶ μεσῖτες στὸν Θεὸ καὶ παρακαλοῦν γιὰ σένα· αὐτοὶ ρίχνοντας μὲ γενναιότητα
τὰ κοντάρια τους καὶ ἀφοῦ περπάτησαν, σοῦ ἄνοιξαν τὸν δρόμο, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο περπατώντας, θὰ
στεφανωθῇς καὶ σὺ μαζί τους σὲ μιὰ δόξα παντοτεινή.
Ὅταν δῇς τὶς Ἐκκλησίες, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εὐλαβεῖς σκέψεις σου, συλλογίσου ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι ναὸς
τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ «ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ » (Β´ Κορινθ. 6,16) καὶ πρέπει νὰ τὴν διατηρῇς
καθαρὴ καὶ ἁγνή. Ἀκούγοντας σὲ κάθε στιγμὴ τὸν ἀσπασμὸ τοῦ Ἀγγέλου τό, Θεοτόκε Παρθένε, κάνε
αὐτὲς τὶς σκέψεις· α´) εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ ἐκεῖνο τὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ
στάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. β´) Χαῖρε μαζὶ μὲ τὴν Ἀειπαρθένο Μαρία γιὰ τὰ πολλὰ μεγαλεῖα της,
στὰ ὁποῖα ὑψώθηκε γιὰ τὴν ἐξαίρετη τιμὴ καὶ βαθύτατη ταπείνωσί της. Καὶ γ´) προσκύνησε μαζὶ μὲ αὐτὴν
τὴν εὐτυχισμένη Μητέρα καὶ μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸ θεῖο της βρέφος, ποὺ τότε ἀμέσως συνελήφθη
στὴ παναγία της μήτρα· αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃς τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ καὶ
τὸ μεσημέρι.
Τὴν δὲ Πέμπτη τὸ βράδυ, σκέψου τὴν λύπη τῆς Θεοτόκου γιὰ τὸν γεμάτο αἵματα ἱδρῶτα, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ
τὸν ἀγαπητό της Υἱὸ μέσα στὸ Κῆπο ποὺ προσευχόταν, ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν
ἔπιασαν καὶ γιὰ τὴν θλῖψι ποὺ εἶχε ὁ Υἱός της ὅλη ἐκείνη τὴν νύχτα· τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς, σκέψου τὶς
λῦπες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν παρουσίασι τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της στὸν Πιλᾶτο καὶ στὸν
Ἡρῴδη, γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ σήκωμα τοῦ Σταυροῦ του· τὸ μεσημέρι, ἕως τὸ Σάββατο,
σκέψου τὴν ρομφαία τῆς θλίψεως ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς πολὺ ἄξιας Κυρίας, γιὰ τὴν σταύρωσι
καὶ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της, γιὰ τὸ σκληρότατο τρύπημα τῆς λόγχης τῆς ἁγίας του
πλευρᾶς καὶ γιὰ τὴν ταφή του κ.τ.λ. Καὶ μὲ συντομία, ἂς εἶσαι πάντα ξάγρυπνος καὶ προσεκτικός, στὸ νὰ
κυβερνᾷς τὶς αἰσθήσεις σου, καὶ σὲ κάθε τί ποὺ τύχαινει, χαροποιὸ ἢ λυπηρό, ἀγωνίσου νὰ κινῆσαι ἢ νὰ
πηγαίνεις πίσω, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τῶν ἐπιγείων, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
δέχεσαι αὐτὰ ἢ νὰ τὰ ἀποστρέφεσαι τόσο, ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Λοιπόν, ἂς γνωρίζῃς ὅτι τοὺς παραπάνω τρόπους, ποὺ σοῦ φανέρωσα γιὰ τὴν κυβέρνησι τῶν αἰσθήσεών
σου, δὲν σοῦ τοὺς ἔδωσα γιὰ νὰ ἀσχολῆσαι συνέχεια μὲ αὐτούς· ἐπειδὴ καὶ ἔχῃς ὑποχρέωσι σχεδὸν πάντα,
νὰ ἔχῃς τὸ νοῦ σου μαζεμένο μέσα στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὸν Κύριό σου, ὁ ὁποῖος θέλει
νὰ προσέχῃς στὸ νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τὰ πάθη σου, μὲ συνεχεῖς πράξεις, τόσο μὲ τὸ νὰ
ἀντιστέκεσαι σ᾿ αὐτά, ὅσο καὶ μὲ τὶς πράξεις τῶν ἀντίθετων ἀρετῶν, καθὼς σοῦ προεῖπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο·
ἀλλὰ σοῦ τοὺς ἑρμήνευσα γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ κυβερνᾷς τὸν ἑαυτό σου, ὅταν τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη. Γιατὶ
πολλοί, καὶ παλαιοὶ καὶ νέοι ἀσκητές, καὶ ἄλλοι μὲ παρόμοιες φαντασίες πλανήθηκαν καὶ χάθηκαν ἀπὸ
τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ συνηθίζει νὰ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, καθὼς εἶπε ὁ
Παῦλος, γιὰ νὰ πλανήσῃ τὸν ἄνθρωπο· «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτός» (Β´
Κορινθ. 11,14).
Γνώριζε ἐπίσης καὶ αὐτό, ὅτι καθὼς ἀπὸ τὴν αἴσθησι γεννιέται ἡ φαντασία, ἔτσι ἀντιστρόφως καὶ ἀπὸ τὴν
φαντασία γεννιέται ἡ αἴσθηση, δηλαδὴ τόσο πολὺ χοντραίνει καὶ παχαίνει ἡ φαντασία σὲ μερικοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ προκαλεῖ τὶς ἴδιες ἐνέργειες καὶ ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, ποὺ κάνει καὶ ἡ αἴσθησις· γι᾿
αὐτὸ πολλοὶ ὑποχόνδριοι καὶ φαντασιώδεις φοβοῦνται ἀπὸ τὶς φαντασίες τους, ὅπως φοβοῦνται καὶ ἀπὸ
τὶς αἰσθήσεις τους· καὶ ἢ γλυκαίνονται καὶ προσπαθοῦν ἢ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν κάποιοι καὶ πεθαίνουν
μόνο καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται, παρομοίως σὰν νὰ ἦταν παρόντα
αἰσθητὰ καὶ πραγματικά, αὐτὰ τὰ ἴδια πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται. Καί, λοιπόν, ποιὸς δὲν
βλέπει πόσο κακὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ φαντασία καὶ πόσο πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>