Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Διήγηση περί του θαύματος στην Αφρική, στην πόλη Καρθαγένη (Καρχηδόνα)

Όταν βασιλιάς ήταν ο Ηράκλειος ( 610-641 ) και πατρίκιος (ανώτατος άρχοντας) ο Νικήτας, έγινε στην Αφρική το παρακάτω θαύμα. 

Κάποιος αξιωματικός του βασιλικού στρατού βρισκόταν στην Καρθαγένη. Επειδή όμως έπεσε στην πόλη θανατικό, πήρε τη γυναίκα του και κατέφυγε σ' ένα προάστιο, όπου ήταν κατοικία του, για να γλυτώσει τάχα το θάνατο. Στην πραγματικότητα όμως έφυγε, επειδή ο διάβολος τον παρακίνησε ν' αμαρτήσει. Σπέρνοντας του δηλαδή σαρκικούς λογισμούς, τον κατάφερε να πέσει σε μοιχεία με τη γυναίκα του κηπουρού του. Δεν πέρασε πολύς καιρός απο την πτώση του, κι αρρώστησε βαριά απο βουβωνοκήλη, που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο. 

Τρείς ώρες όμως μετά την ταφή του, ακούστηκαν κραυγές μέσ' απο το μνήμα: 


- Ελεήστε με! Ελεήστε με! 

Έτρεξαν και σήκωσαν την ταφόπλακα. Τι να δούν τότε! Ο αξιωματικός ήταν ζωντανός! Ζωντανός, μα άλαλος. Δεν μπορούσε να μιλήσει. 

Το παράδοξο γεγονός έφτασε μέχρι τ' αυτιά του αββά Θαλασσίου, που έτρεξε αμέσως επιτόπου για να παρηγορήσει τον ταλαίπωρο αξιωματικό. 

Πέρασαν τέσσερις μέρες. Τότε η φωνή του λύθηκε κι άρχισε να διηγείται: 

- Λίγο πρίν βγεί η ψυχή μου από το σώμα, έβλεπα να με κυκλώνουν μερικοί μαύροι, φοβεροί στην όψη. Μετά είδα να με πλησιάζουν δυό ωραίοι νέοι. Ήταν άγγελοι! Μόλις τους αντίκρυσα, η ψυχή μου γέμισε χαρά. Με πήραν μαζί τους κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε στον ουρανό. Στην εναέρια πορεία μας συναντούσαμε κάθε τόσο τα τελώνια, εκείνους τους μαύρους, που εξέταζαν κάθε αμαρτία μου. Άλλο τελώνιο ήταν του ψεύδους, άλλο του φθόνου, άλλο της πλεονεξίας... Οι άγγελοι, πάντως, τους εξουδετέρωναν, παρουσιάζοντας τις αγαθές μου πράξεις. Όταν όμως φτάσαμε στην πύλη τ' ουρανού, σηναντήσαμε ένα ολόκληρο τάγμα τελωνίων, το τάγμα της πορνείας. Αυτοί παρουσίασαν τη μοιχεία που έιχα κάνει πρίν απο λίγο καιρό. Κι έτσι νίκησαν! Μ' άρπαξαν και μ' έσυραν στα βάθη της γής. Εκεί οι ψυχές των αμαρτωλών δοκιμάζουν τέτοια μαρτύρια, που η ανθρώπινη γλώσσα δε μπορεί να τα διηγηθεί. Καθώς έπιασα να θρηνώ εκεί κάτω, φάνηκαν πάλι μπροστά μου οι δυό εκείνοι νέοι. "Ελεήστε με", τους ικέτεψα κλαίγοντας, "και δώστε μου καιρό να μετανοήσω", Στράφηκε τότε ο ένας και λέει στον άλλο: "Παίρνεις την ευθύνη γι' αυτόν;" Να του δώσουμε καιρό να μετανοήσει;". "Να του δώσουμε", αποκρίθηκε ο άλλος. Με πήραν τότε και μ' έφεραν στον τάφο. Εκεί βρήκα το σώμα μου να 'χει γίνει σα λάσπη και βούρκος, γι' αυτό και δεν ήθελα να μπώ μέσα του. Οι άγγελοι όμως μου το ξέκοψαν: "Είναι αδύνατο να μετανοήσεις αλλιώς, παρά μόνο με το σώμα σου, αφού μ' αυτό αμάρτησες". Τότε μπήκα στο σώμα μου. Κι αυτό ζωντάνεψε και άρχισα να φωνάζω. 



Εδώ τελείωσε τη διήγηση του ο αξιωματικός. Και αφού έζησε σαράντα μέρες ακόμα με τέλεια ασιτία, με θρήνους και οδυρμούς, κοιμήθηκε πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>