Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011
Μνήμη Οσίων Ζαχαρίου του σκητοτόμου και Ιωάννου και διήγησης ωφέλιμη.
Κάποιος άνθρωπος με υψηλή κοινωνική θέση, που λεγόταν Ιωάννης, αφού τα περιφρόνησε όλα και ζούσε φτωχικά, αγωνίστηκε κι έγινε μέτοχος των αρετών, αγρυπνώντας με προσευχές και προσέχοντας να μη χάσει οτι κατόρθωνε ( απέφευγε τον ανθρώπινον έπαινο). Ανάμεσα στ' άλλα, δεν παρέλειπε ν' αγρυπνεί ολονυχτίς στους ναούς του Κυρίου.
Μιά νύχτα λοιπόν πήγε στην εκκλησία της Σοφίας του Θεού Λόγου, στην Κωνσταντινούπολη. Μα βρήκε κλειστές τις θύρες και, καθώς ήταν κουρασμένος, κάθησε σ' ένα παγκάκι, εκεί κοντά, διαβάζοντας χαμηλόφωνα την πρέπουσα ακολουθία.
Καθώς διάβαζε όμως, βλέπει να πλησιάζει απ' έξω μια φωτεινή λάμψη. Κοίταξε προσεκτικά, και είδε έναν άνθρωπο σεμνό ν' ακολουθεί εκείνο το φώς. Μπροστά στο θέαμα ο Ιωάννης σκίρτησε από χαρά. Μαζεύτηκε πιό πολύ στη γωνιά του, θέλοντας να δει τι θα γινόταν με τον άνθρωπο που ερχόταν.
Εκείνος λοιπόν, ενώ το φώς προχωρούσε, έφτασε μπροστά στις κλειστές πύλες και γονάτισε πάνω στο κατώφλι. Προσευχήθηκε πολύ με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Ύστερα σχημάτισε το σημείο του σταυρού στις πύλες, και πέρασε αμέσως ελεύθερα μέσα μαζί με το φώς!
Έπεσε και πάλι χάμω, στο σημείο όπου ήταν ζωγραφισμένη ψηλά η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σηκώθηκε. Άνοιξε με τον ίδιο τρόπο κι αυτές τις πύλες.
Προχώρησε στο νάρθηκα. Μπροστά στις αργυρές πύλες προσευχήθηκε, καθώς φάνηκε στον Ιωάννη, γι' αρκετή ώρα. Τον βλέπει να τις ανοίγει και τούτες με το σημείο του σταυρού και , λουσμένο ολόκληρο στο φώς, να μπαίνει στον ιερό ναό, να στέκεται καταμεσίς, να σηκώνει ψηλά τα χέρια και να ζητάει το έλεος του Κυρίου. Κι όταν τελείωσε τις προσευχές του στο Θεό, γύρισε πάλι πίσω, ως το τελευταίο προαύλιο του ναού, ενώ οι πύλες κλείστηκαν με θεία επέμβαση.
Στεκόταν λοιπόν ο ευλαβέστατος Ιωάννης και παρακολουθούσε προσεκτικά για να δει, καθώς ο ίδιος έλεγε αργότερα, που θα πήγαινε ο άνθρωπος που βγήκε απο τον ναό. Πήρε ίσια το δρόμο. Δεν το βάζει κάτω ο αβραμιαίος Ιωάννης: Τον παίρνει απο πίσω, καθώς ο ίδιος έλεγε αργότερα, που θα πήγαινε ο άνθρωπος που βγήκε απο το ναό.
Ο άγνωστος έστριψε λίγο και πήρε τον κατήφορο, που οδηγούσε στην κλίμακα (σκάλα) του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού. Στάθηκε μπροστά σ' ένα πολύ μικρό σπιτάκι και χτύπησε με το χέρι του την πόρτα.
- Μαρία, είπε, καλώντας με σιγανή φωνή τη γυναίκα που ήταν μέσα.
Μπήκε, και το φώς που τον έλουζε σ' όλο το δρόμο αμέσως εξαφανίστηκε. Το σκοτάδι της νύχτας κάλυψε και τους δυό, Αλλά η γυναίκα έφερε ένα αναμμένο λυχνάρι στον άντρα της. Κι εκείνος, χωρίς να ξεκουράσει το σώμα του, στρώθηκε στη δουλειά - ήταν παπουτσής και ράφτης δερμάτων.
Τότε πιά ο Ιωάννης παραμέρισε την ντροπή, όρμησε μέσα στο σπιτάκι, κι έπεσε στα πόδια του αγνώστου ανθρώπου, βρέχοντας τα με τα δάκρυα του:
- Μη μου κρύψεις, έλεγε, ποιός είσαι και ποιά είναι η μεγάλη πνευματική εργασία σου απέναντι στο Θεό, που με τη δύναμη Του έκανες όσα εξαίσια θαύματα είδα.
Ο άλλος όμως, ταπεινός καθώς ήταν έλεγε:
- Συγχώρα με, γέροντα, για τον Κύριο. Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι και κανένα καλό δεν έχω πάνω μου. Ποιός θέλεις να' μαι, παρά ένας τιποτένιος; Κι απο πού έχω μάθει να παραδειγματίζω τους άλλους και να τους κάνω το δάσκαλο, αφού είμαι πάμφτωχος και κάνω ένα ταπεινό επάγγελμα; Πλανήθηκες, άνθρωπε μου. Πλανήθηκες. Μάλλον φαντασία ήταν αυτό που λές πως είδες, κι όχι πραγματικότητα.
Τότε ο γέρο- Ιωάννης άρχισε να χύνει δάκρυα πάνω στα δάκρυα, και δεν έπαυε να τον ορκίζει στο Θεό για να του φανερώσει τη μεγάλη του αρετή:
- Αν αυτό, έλεγε δεν ήταν έργο της θείας πρόνοιας, για να φανερωθεί η πολιτεία σου, ασφαλώς δε θ' αξιωνόμουν εγώ, ο ελεεινός, να δώ με τα μάτια μου τέτοια μυστήρια!
Ο άλλος τότε φάνηκε να στεναχωρέθηκε από τους όρκους. Σηκώθηκε λοιπόν απο τη θέση του, έβαλε μετάνοια στο γέρο- Ιωάννη, κι άρχισε μετά να διηγείται:
- Συγχώρεσε με, αδελφέ μου. Κανένα άλλο κατόρθωμα δεν έχω κάνει, μα την αλήθεια, πάνω στη γή, εκτός απ' το να κυλιέμαι στις αμαρτίες μου και να πολυδίνω σημασία στη σάρκα μου. Αλλά κάποτε η αγαθότητα του Θεού έσπειρε μέσα μου το φόβο της κολάσεως. Κι ενώ παντρεύτηκα αυτήν εδώ την αδελφή, που βλέπεις, δε μόλυνα την αρχική καθαρότητα του σώματος. Συμφωνήσαμε κι οι δυό να ζήσουμε ζωή αγνή, κρύβοντας το όμως απ' τους γνωστούς μας λέγοντας πως η γυναίκα είναι στείρα. Και μέχρι τώρα, για την αγάπη του Πλάστη μας, μένουμε καθαροί απο την σαρκική μίξη. Αλλά επειδή με όρκισες, θα προσθέσω και τούτο: Όλα μου τα χρήματα δεν ξεπερνάνε, με την αλήθεια το ένα τριμήσιο ( πολύ χαμηλής αξίας νόμισμα, τριάντα φορές πιο μικρή απο το δηνάριο). Μ' αυτό αγοράζω δέρματα και κοπιάζω στη δουλειά. Κι ότι κερδίζω, το μοιράζω στα δύο. Το πρώτο και καλύτερο το αφιερώνω στο Χριστό. Το άλλο το κρατάω για τις ανάγκες μας. Έτσι ζω πάντα. Κι έχω στο νου μου καθημερινά τον Κριτή και τις επιθέσεις, που θα μου κάνουν οι φορολόγοι δαίμονες.
Εδώ σταμάτησε τον λόγο του ο Ζαχαρίας - αυτό ήταν το όνομα του.( προφανός δεν χρειαζόταν να προσθέση και την νυκτερινή προσευχή που τελούσε κάθε βράδυ παρακαλώντας το έλεος του Θεού, αφού αυτό το είδε με τα μάτια του ο Ιωάννης)
Έπεσαν τότε ο ένας στα πόδια του άλλου και καταφιλήθηκαν. Και ο μεν Ιωάννης βγήκε γαληνεμένος έξω και πήρε το δρόμο για το σπίτι, όπου έμενε, ευχαριστώντας το Θεό για τα μεγαλεία που τον αξίωσε να δεί. Ενώ ο αξιοθαύμαστος εκείνος παπουτσής, ο γνήσια ταπεινός, αποφεύγοντας το δόλωμα της ανθρώπινης δόξας, άφησε το σπιτάκι του κι έγινε άφαντος, μένοντας εντελώς άγνωστος σε όλους.
Ετικέτες
ΨΥΧΩΦΕΛΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου