Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011


Ο αόρατος πόλεμος

γέρων Εφραίμ



Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι.

Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ
τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ
Θεό, μίλησε ἔτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ
περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ
γκρέμισμα».
Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ
προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ
καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ
στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου
ἀγαθότητα».
Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη
εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει,
γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ,
Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος
ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».
Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια,
ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς
προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν
ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς
φορὲς τὴν ἡμέρα (65) καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη
ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο,
ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.
Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει
ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς
φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν
ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ
ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ
κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ
μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ
ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.
Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ
αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει
ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.
Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν
ἁμαρτία σου (66) καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι,
αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά,
προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ
συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ
δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς,
γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν
ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς
ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν
λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ
ὁρίσῃ.

Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι τὶς ταραχὲς καὶ ἐνοχλήσεις, ἂν θέλῃ νὰ πολεμήσῃ καλά τους ἐχθρούς του.

Ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι ἀναπόφευκτη κάθε χριστιανός, ὅταν χάση τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του νὰ κάνῃ τὸ
ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ξαναποκτήσῃ, ἔτσι πάλι πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι κανένα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στὸν
κόσμο, ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ φρόνιμο νὰ τοῦ στερῇ ἢ νὰ τοῦ κλονίζῃ τὴν παρόμοια
εἰρήνη. Πρέπει ναί, νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ μὲ ἕναν πόνο εἰρηνικό, κατὰ τὸν τρόπο,
ποὺ προηγουμένως ἔδειξα σὲ πολλὰ σημεῖα· καὶ ἔτσι, χωρὶς ἐνόχλησι τῆς καρδιᾶς, νὰ συμπονᾶμε μὲ
εὐλαβῆ διάθεσι ἀγάπης κάθε ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ κλαῖμε ἐσωτερικὰ τὸ λιγότερο· δηλαδή, ἂς πενθοῦμε
γιὰ τὰ σφάλματά του. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ συμβαίνουν, τὰ βαρειὰ καὶ βασανιστικά, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅπως
ἀσθένειες, πληγές, θάνατοι τῶν συγγενῶν μας, ἐπιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιὲς καὶ ἄλλα παρόμοια
κακά, ἂν καὶ οἱ κοσμικοὶ τὰ ἀποστρέφωνται τὶς περισσότερες φορές, ὡς ἐνοχλήσεις τῆς φύσεως, παρόλα
αὐτά, μποροῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ τὰ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ θέλουμε καὶ νὰ τὰ
ἀγαπᾶμε, σὰν δίκαιη τιμωρία στοὺς παράνομους καὶ σὰν ἀφορμὲς τῶν ἀρετῶν στοὺς καλούς· ἐπειδὴ σὲ
αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἀποβλέπουμε, καὶ αὐτὸ ἀρέσει ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Κύριό μας καὶ Θεό, ποὺ ἂς τὰ
στέλνει· τοῦ ὁποίου τὸ θέλημα ἀκολουθώντας ἐμεῖς, θὰ περάσουμε μὲ καρδιὰ ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη ὅλες
τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς τωρινῆς ζωῆς. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι κάθε παρενόχλησις καὶ ταραχὴ τῆς
καρδιᾶς μας, δὲν ἀρέσει στὰ θεϊκὰ μάτια· γιατὶ ὅποια καὶ νἆναι αὐτή, πάντα εἶναι συντροφιασμένη ἀπὸ
ἀτέλεια καὶ πάντα προέρχεται ἀπὸ κάποια κακιὰ ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ
νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ
πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ
φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε
μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ
τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς,
ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ
συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως
ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.
Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα
χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε
νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν
διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ
ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη,
χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (63), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς
εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή,
ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ
προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν
τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν
παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὀμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ
σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿
αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ
ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ
θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου
προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία
τῆς φύσεως ‐ μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ
τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι
καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν
εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.
Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνική σε κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν
φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς
εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς
παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν
σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ
ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῆς· ἂν ὅμως
σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς
προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν
ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιώνται στὴ καρδιά μας
οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν
σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα·
τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν
ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη
τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ
νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία
νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ
χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθης στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν
νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε
περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά
(64).

Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί μας.

Ἀφοῦ μιλήσαμε σχετικὰ γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν αἰσθήσεών μας, ἐπακόλουθο εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ καὶ πῶς
πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησί μας, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν γνώμη ὅλων σχεδὸν τῶν
φιλοσόφων, ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησις, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία ἀποτύπωσις ὅλων ἐκείνων τῶν
αἰσθητῶν πραγμάτων, ποὺ εἴδαμε, ἀκούσαμε καὶ μυριστήκαμε καὶ γευτήκαμε καὶ πιάσαμε. Καὶ γιὰ νὰ πῶ
μὲ συντομία, ἡ φαντασία καὶ ἐνθύμησις, εἶναι μία ἐσωτερικὴ κοινὴ αἴσθησις, ἡ ὁποία φαντάζεται καὶ
θυμᾶται καθαρὰ ὅλα, ὅσα οἱ ἐξωτερικὲς πέντε αἰσθήσεις μας πρόλαβαν νὰ προαισθανθοῦν. Καὶ κατὰ
κάποιο τρόπο, ἡ μὲν αἴσθησις καὶ τὰ αἰσθητά, παρομοιάζονται μὲ τὴν σφραγίδα, ἐνῷ ἡ φαντασία, μὲ τὸ
ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας.
Ἡ φαντασία αὐτὴ καὶ ἡ ἐνθύμησις μᾶς δόθηκε μετὰ τὴν παράβασι γιὰ νὰ τὴν μεταχειρισθοῦμε, ὅταν οἱ
ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις ἡσυχάζουν καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε μπροστά μας παρόντα τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖνα
πράγματα, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τυπώθηκαν σὲ αὐτήν. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχουμε
πάντα παρόντα ὅλα ὅσα γνωρίσαμε καὶ ἀκούσαμε καὶ μυρίσαμε καὶ γευθήκαμε καὶ πιάσαμε, γι᾿ αὐτὸ τὰ
φέρνουμε μπροστά μας μὲ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι, ποὺ τὰ ἔχει τυπωμένα καὶ ἔτσι μιλοῦμε γι᾿
αὐτὰ καὶ σκεπτόμαστε, σὰν νὰ τὰ εἴχαμε καὶ μπροστά μας.
Γιὰ παράδειγα· ἐσὺ πῆγες μία φορὰ καὶ εἶδες τὴν Σμύρνη, ἔπειτα ἔφυγες ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πλέον δὲν τὴν
βλέπεις μὲ τὴν ἐξωτερικὴ αἴσθησι τῶν ματιῶν, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ αἴσθησι δηλαδή, μὲ τὴν
φαντασία καὶ ἐνθύμησι, ὅταν θέλῃς, φέρνεις τὴν Σμύρνη μπροστά σου καὶ τὴν βλέπεις, σὰν νὰ ἦταν καὶ
παρόν, μὲ τὸ ἴδιο σχῆμα καὶ διάστημα καὶ μέγεθος καὶ τοποθεσία, ποὺ ἔχει· ὄχι πὼς τότε πηγαίνεις καὶ
βλέπεις τὴν Σμύρνη, (καθὼς νομίζουν μερικοὶ ἀμαθεῖς). Ἀλλὰ βλέπεις τὴν εἰκόνα τῆς Σμύρνης, τὴν ὁποία
ἔχει τυπωμένη μέσα ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησίς σου. Αὐτὴ ἡ φαντασία τῶν αἰσθητῶν εἶναι, ποὺ μᾶς
ἐνοχλεῖ καὶ μέσα στὸν ὕπνο καὶ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὰ διάφορα καὶ πολυποίκιλα ὄνειρα, στὰ ὁποῖα
πρόσεχε νὰ μὴ πιστεύῃς ποτέ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φαντασία αὐτή, εἶναι μιὰ παράλογη καὶ χοντρὴ ἀποτύπωσις τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ
φαντάζεται τὰ αἰσθητὰ μὲ τὸ σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ τὸ μέγεθός τους, ὅπως εἴπαμε.
Α. Νὰ γνωρίζῃς, δὲ ὅτι ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μαζὶ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ πέρα ἀπὸ
κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ διάστημα καὶ τόπο, ὡς ἐντελῶς ἀσχημάτιστος καὶ ἄμορφος καὶ ὑπάρχει
παντοῦ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἔτσι εἶναι καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασία. Καὶ στὴ συνέχεια, γνώριζε, ὅτι ἡ
φαντασία εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ἔχει ἐπιδεξιότητα νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, γιὰ αὐτὰ τῆς τὰ
ἐλαττώματα (Βλέπε στὴ Φιλοκαλία, ποὺ λέγει, ὅτι «καμία φαντασία δὲν ἔχει θέσι στὴν περίπτωσι τοῦ Θεοῦ.
Διότι γενικὰ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια»).
Β´. Γνώριζε, ὅτι καὶ ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων, ὄντας πρὶν ἀνώτερος τῆς παράλογης
φαντασίας καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ αἴσθησι ὡς νοῦς λογικὸς καὶ ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος
καὶ ἀσώματος, ὕστερα ἀφοῦ φαντάσθηκε καὶ ἐσχημάτισε μὲ τὸ νοῦ του τὴν ἰσοθεΐα, ἔπεσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν
ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη καὶ ἀπαθῆ καὶ ἑνιαία, ἀσώματη κατάστασι τοῦ νοῦ, κάτω στὴ πολυσχημάτιστη
καὶ πολυμέριστη καὶ παχυλὴ αὐτὴ φαντασία, ὅπως εἶναι γνώμη πολλῶν θεολόγων καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἄγγελος
ἀσχημάτιστος, ἄϋλος καὶ ἀπαθής, ἔγινε διάβολος, ὑλικός, κατὰ κάποιο τρόπο, πολύσχημος καὶ ἐμπαθής
(51). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες ζωγράφος ποὺ μιμεῖται τὰ πάντα καὶ φίδι
πολύμορφο καὶ τρώει τὴν γῆ τῶν παθῶν, φαντασιοκόπος καὶ ἄλλα παρόμοια ὀνόματα. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ
Θεὸ παρομοιάζεται ὡς δράκος μὲ σῶμα, μὲ οὐρά, μὲ νεῦρα, μὲ πλευρά, μὲ ράχη, μὲ μύτη, μὲ μάτια, μὲ
στόμα, μὲ χείλη, μὲ δέρμα, μὲ σάρκα καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια μέλη. Καὶ βλέπε στὸ μ´καὶ μα´ κεφάλαιο τοῦ
Ἰώβ. Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ μάθε, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ φαντασία μὲ διάφορες μορφές, καθὼς εἶναι ἐφεύρεσι καὶ
καρπὸς τοῦ διαβόλου, ἔτσι τοῦ εἶναι καὶ πολὺ ἐπιθυμητή. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους (52) αὐτὴ εἶναι
τὸ γεφύρι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνώντας οἱ δολοφόνοι δαίμονες, ἑνώνονται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ἔτσι τὴν
κάνουν κατοικητήριο αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν καὶ βλάσφημων λογισμῶν καὶ ὅλων τῶν ἀκαθάρτων ψυχικῶν
καὶ σωματικῶν παθῶν.
Γ. Γνώριζε, ὅτι κατὰ τὸν θεολογικώτατο Ἅγιο Μάξιμο καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ
χωρὶς φαντασία. Ἐπειδή, ὁ νοῦς ἐκείνου, καθαρός, μοναδικὸς καὶ πράγματι νοῦς ὤν, δὲν τυπωνόταν, οὔτε
σχηματιζόταν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰσθητῶν. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταχειρισθῆ τὴν
κατώτερη δύναμι τῆς φαντασίας καὶ νὰ φαντασθῇ σχήματα καὶ χρώματα καὶ εἴδη καὶ διαστήματα,
παρατηροῦσε μὲ τὴν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὴν διάνοια, μόνους γυμνοὺς καὶ ψιλούς τους
λόγους τῶν ὄντων, ἄϋλα, καθαρὰ καὶ πνευματικά(53). Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καθὼς αὐτὸς
ἔπεσε ἀπὸ τὴν φαντασία, ἔτσι ἔκανε καὶ τὸν Ἀδάμ, νὰ σχηματίσῃ τὸν νοῦ του μὲ τὴν ἰσοθεΐα καὶ νὰ πέσῃ
ἀπὸ τὴν ἰδία αὐτὴ τὴν φαντασία καὶ ἔτσι ἀπὸ ἐκείνη τὴν νοερά, ἰσάγγελο, ἑνιαία, λογικὴ καὶ ἀσχημάτιστη
ζωή, γκρεμίστηκε ὁ ταλαίπωρος, στὴν αἰσθητική, πολυμέριστη καὶ πολυσχημάτιστη φαντασία αὐτὴ καὶ
τὴν κατάσταση τῶν ἀλόγων ζῴων. Ἐπειδὴ ἡ φαντασία εἶναι κυρίως ἰδίωμα τῶν ἀλόγων ζῴων καὶ ὄχι τῶν
λογικῶν.
Ἀφοῦ γιὰ μία φορὰ ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ποιὸς μπορεῖ νὰ πῇ, σὲ πόσα πάθη, σὲ
πόσα κακὰ καὶ σὲ πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα ἀπὸ τὴν φαντασία; Γέμισε τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία
ἀπὸ διάφορες ἀπάτες (54). Γέμισε τὴ φυσικὴ ἀπὸ πολλὲς ψευτοδοξασίες (55), καὶ γέμισε τὴν θεολογία ἀπὸ
ψεύτικα καὶ σάπια δόγματα. Γιατὶ, πολλοί, καὶ μεγάλοι καὶ νεώτεροι, θέλοντας νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ
μιλήσουν σχετικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῶν σχετικῶν, τῶν ἁπλῶν, ἀσχημάτιστων καὶ ἀφάνταστων μυστηρίων,
ὅπου ἐνεργεῖ ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ὁ νοῦς, πρὶν ἀκόμη νὰ
καθαρίσουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ σχήματα καὶ εἰκόνες τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων,
ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια βρῆκαν τὸ ψέμα. Καὶ τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶναι, ὅτι καὶ τὸ ψέμα αὐτό, τὸ
ἀσπάστηκαν καὶ τὸ κρατοῦν δυνατὰ σὰν ἀλήθεια καὶ ὄντως ὄν· ἀντὶ γιὰ θεολόγοι, φάνηκαν
φαντασιολόγοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἀδόκιμο νοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ἐὰν ἀγαπᾷς νὰ ἐλευθερωθῇς μὲ εὐκολία ἀπὸ τὶς πλάνες αὐτὲς καὶ τὰ πάθη, ἐὰν
ἐπιθυμῇς νὰ νὰ ξεφύγης ἀπὸ τὶς διαφόρες παγίδες καὶ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ
ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ πετύχης τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, πολέμα, ἀλλὰ μὲ ὅλες σου τὶς
δυνάμεις πολέμα, νὰ ξεγυμνώσῃς τὸν νοῦ σου ἀπὸ τὰ σχήματα καὶ τὰ χρώματα καὶ τὰ διαστήματα, καὶ
γενικὰ ἀπὸ κάθε φαντασία καὶ ἐνθύμησι τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, καὶ καλῶν καὶ κακῶν.
Ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι σὰν μολυσμοὶ καὶ λάσπες καὶ σκοτεινιά, ποὺ μολύνουν τὴν καθαρότητα καὶ
εὐπρέπεια καὶ λαμπρότητα τοῦ νοῦ καὶ παχαίνουν τὴν ἀϋλία του. Καὶ σχεδόν, κανένα πάθος (56) ψυχικὸ ἢ
σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ πλησίαση τὸν νοῦ, παρὰ διὰ μέσου τῆς φαντασίας αὐτῆς τῶν αἰσθητῶν.
Ἀγωνίσου λοιπὸν νὰ φυλάξης αὐτὸ τὸ νοῦ σου ἀχρωμάτιστο, ἀσχημάτιστο, ἄμορφο καὶ καθαρό, καθὼς τὸ
ἔπλασε ὁ Θεός.
Αὐτὸ βέβαια μὲ ἄλλο τρόπο δὲν γίνεται, παρὰ ἂν τὸν ἐπιστρέφῃς καὶ τὸν μαζέψης μέσα στὸ στενὸ τόπο
τῆς καρδιᾶς σου καὶ ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ ἄνθρωπου· καὶ ἐκεῖ μέσα νὰ τὸν συνηθίζῃς νὰ βρίσκεται πότε
μὲν προσευχόμενος μὲ πένθος, μὲ τὸν ἐσωτερικὸ λόγο τῆς καρδιᾶς, καὶ λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ
τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»· καὶ νὰ προσέχῃ μόνον τὰ λόγια τῆς προσευχῆς αὐτῆς, (ὅπως σχετικὰ μὲ αὐτό σου
λέω στὸ κς´ κεφάλαιο), ἄλλοτε παρατηρώντας τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μᾶλλον διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ σου
κατανοώντας τὸν Θεὸ καὶ ἀναπαυόμενος (57)· αὐτὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ μελέτη λέγεται κυκλικὴ καὶ ἀπλανής
(58). Γιατὶ, ὅπως τὸ φίδι, ὅταν θέλῃ νὰ βγάλη τὸ παλιό του δέρμα, πηγαίνει καὶ περνάει ἀπὸ στενὸ τόπο,
ὅπως λένει οἱ φυσιολόγοι, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς
ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, φιλτράρεται, βγάζει τὸ φόρεμα τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν καὶ κακῶν
προλήψεων καὶ γίνεται καθαρός, λαμπρὸς καὶ κατάλληλος στὴν ἕνωσι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁμοιότητα ποὺ
παίρνει μὲ αὐτόν. Καὶ πάλι, καθὼς τὸ νερό, ὅσο ἑνώνεται καὶ περνάει στριμωγμένο μέσα ἀπὸ τοὺς στενοὺς
σωλῆνες, τόσο λεπταίνει καὶ δυναμώνεται καὶ ἀνεβαίνει σὲ ὕψος· ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅσο ἀσχολεῖται μὲ τὴν
ἀκριβῆ μελέτη τῆς καρδιᾶς καὶ τὴ δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται καὶ
ψηλότερος ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐπίθεσι λογισμῶν καὶ ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ εἶδος, ὄχι μόνον τῶν αἰσθητῶν,
ἀλλὰ καὶ τῶν νοητῶν, μὲ τὸ νὰ μένουν ὅλα αὐτὰ ἔξω διότι ἐκεῖ μέσα δὲν μποροῦν νὰ μποῦν (59). Ἐὰν
καμμιὰ φορὰ πάῃ ὁ νοῦς σου στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βλέπεις καὶ στὶς φαντασίες τοῦ κόσμου, πάλι ξαναγύρισε
τὸν μέσα στὸν θάλαμο τῆς καρδιᾶς, ἕως ὅτου νὰ συνηθίσει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κυριώτερος τρόπος, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἔχῃς παντοτεινὸ ἔργο γιὰ νὰ
διορθώσῃς, ἀγαπητέ, τὴν φαντασία καὶ τὴν θύμησί σου· τί λέω; Νὰ διορθώσῃς καὶ νὰ ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὴν
ρίζα, τὶς κακὲς προλήψεις αὐτῆς καὶ τὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρόπος, ὅσο εἶναι καρποφόρος καὶ
ὠφέλιμος, τόσο εἶναι καὶ κουραστικός· καὶ ὅσο εἶναι κουραστικός, τόσο εἶναι καὶ δυσκολοεπιχείρητος (γιὰ
νὰ μὴν πῶ καὶ δυσκολοπίστευτος), κοντὰ στοὺς πολλοὺς καὶ μάλιστα στοὺς δικούς μας σοφοὺς καὶ
διδασκάλους τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τόσων καὶ τόσων θεοφόρων Πατέρων, ποὺ διδάσκουν αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ νεοτύπωτο
βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ κάθε βαρύτιμο πετράδι, στεροῦνται δίκαια τοὺς
καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς ὁποίους ἀπολαμβάνουν πολλοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι: «Τὰ
ἀπέκρυψε αὐτὰ ὁ Θεός, κατὰ τὸ λόγιο, ἀπὸ σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ τὰ φανέρωσε στὰ νήπια» (Λουκ.
10,21). Γιατὶ, ὅσοι δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτὴ τὴ νοερὴ ἐργασία, οὔτε νὰ καταλάβουν μποροῦν τὴν ὠφέλεια ποὺ
προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τό· «Ἂν δὲν πιστεύσετε, δὲν θὰ καταλάβετε» (Ἡσ. 7,9).
Ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ στὴν προσευχὴ
τοῦ νοῦ ποὺ γίνεται μέσα σὲ αὐτή, τότε χρησιμοποίησε καὶ τὸν β´ τρόπο, δηλαδή, ἄφησε τὸ νὰ βγαίνῃ ἔξω
καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ μελέτες καὶ παρατηρήσεις καὶ σὲ νοήματα θεῖα καὶ πνευματικά, τόσο σὲ αὐτὰ ποὺ
περιέχονται μέσα στὶς Γραφές, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ κτίσματα, ἰδιαίτερα στὰ νοητά, τὰ ὁποῖα
λέγονται στὴν καθομιλουμένη μεταφυσικὰ καὶ ἀφηρημένα τῆς ὕλης. Γιατὶ, αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νοήματα,
συγγενῆ μὲ τὸν νοῦ ἔχουν καὶ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄϋλου, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ παχαίνῃ,
ἀλλὰ τὸν κάνουν μὲ εὐκολία νὰ ἐπιστρέψη στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὴν νοερὴ μνήμη
τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει, ὁ Θεῖος Μάξιμος, «ὅτι μόνη ἡ πρᾶξις δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸν νοῦ ἀπαθῆ, ἂν δὲν
τὸν διαδέχονται πολλὲς καὶ ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε ὅμως, νὰ μὴ ἀσχολῆσαι στοὺς λόγους τῶν ὑλικῶν
σωμάτων καὶ ζῴων, δηλαδὴ στὰ λεγόμενα φυσικά, ἀφοῦ εἶσαι ἀκόμη ἐπαθῇς. Γιατὶ μὴ ὄντας ὁ νοῦς σου
ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς μοχθηρὲς φαντασίες τῶν αἰσθητῶν, πρὶν νὰ διαπεράση μέσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ
ἄϋλους λογισμούς, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ σώματα καὶ στὰ ζῷα, πιάνεται ἀπὸ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ
μορφή τους καὶ τὴν ἐπιφάνεια· καὶ εὐχαριστημένος σὲ αὐτή, ἀποκτᾷ ψεύτικες δοξασίες καὶ πάθη, ὅπως
λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀντὶ νὰ βρῇ ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια, καθὼς τὸ ἔπαθαν τόσοι καὶ τόσοι φιλόσοφοι,
ποὺ καλοῦνται φυσικοί.
Ἢ χρησιμοποίησε καὶ τὸν γ´ τρόπο γιὰ ἀνάπαυσι καὶ παρηγοριὰ τοῦ νοῦ σου· δηλαδή, φαντάσου τὰ
μυστήρια της ζωῆς καὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Γέννησί του στὸ σπήλαιο, τὴν Ὑπαπαντή του
στὸ Ναό· τὴν Βάπτισί του στὸν Ἰορδάνη, τὴν Σαρανταήμερη νηστεία του στὴν ἔρημο· τὸ κήρυγμα τοῦ
Εὐαγγελίου του, τὰ διάφορα θαύματα ποὺ ἔκανε· τὴν Μεταμόρφωσί του στὸ Θαβώρ, τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν
τῶν μαθητῶν του, τὴν παράδοσι τῶν μυστηρίων, τὴν προδοσία του, τὰ πάθη του· τὸν Σταυρό του, τὸν
Ἐπιτάφιό του· τὴν Ἀνάστασί του καὶ τὴν Ἀνάληψί του· τὰ κάθε εἴδους βάσανα τῶν Μαρτύρων καὶ τὶς
μακροχρόνιες ἀσκήσεις τῶν Ὁσίων.
Τὸ ἴδιο, μπορεῖς, ἀκόμη γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν μετάνοια, νὰ φαντάζεσαι τὸ μυστήριο
καὶ τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, τὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰωνίων
κολάσεων, δηλαδή, τὶς λίμνες τῆς αἰώνιας φωτιᾶς· τὶς κατασκότεινες καὶ ὑπόγειες φυλακές· τοὺς πολὺ
κρύους τάφους· τὰ σκουλίκια ποὺ πίνουν αἷμα, τὴν συντροφιὰ μὲ τοὺς δαίμονες· φαντάσου ἀκόμη καὶ τὴν
ἀπόλαυσι τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ τὴν οὐράνια ἐκείνη βασιλεία τῶν δικαίων τὴν αἰώνια δόξα καὶ
μακαριότητα· τὸν ἦχο ἐκείνων ποὺ ἑορτάζουν τὴν ἕνωσι μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν παντοτεινὴ γνωριμία καὶ
συγκατοίκησι ὅλων τῶν Ἁγίων (60).
Ἀλλά, γνώριζε, ὅτι δὲν σοῦ λέω νὰ ἀσχολῆσαι πάντα μὲ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε
κάποτε καὶ μερικὲς φορές, ὥς που νὰ ξεκουρασθῆ ὁ νοῦς σου καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ καὶ ἐκεῖ
νὰ ἐργάζεται τὸ ἀφάνταστο καὶ ἀσχημάτιστο, διὰ μέσου τῆς καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, ὅπως ὅλα
τὰ φερέοικα ζῷα, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ κουβαλᾶνε μαζὶ τὸ σπίτι τους (σὰν τὰ σαλιγκάρια καὶ τὶς χελῶνες) καὶ
τὰ ὄστρακα, δὲν ἀναπαύονται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μέσα στὰ ὄστρακα, ποὺ εἶναι ντυμένα καὶ μέσα στὶς
τρῦπες τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μὲ φυσικὸ τρόπο, σὲ τίποτα ἄλλο δὲν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο, στὸ νὰ βρίσκεται
μέσα στὸ σῶμα ποὺ φοράει, δηλαδή, μέσα στὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ, σὰν ἀπὸ καμία πολεμήστρα, νὰ πολεμᾷ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἐκεῖ μέσα
εἶναι κρυμμένα, ἂν καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν (61).
Πάνω ἀπὸ ὅλα σου λέω, ὅτι γιὰ νὰ πολεμᾷς καὶ νὰ προφυλάγεσαι καλά, μὴν ἀφίνης τὴν φαντασία καὶ τὴν
ἐνθύμησί σου νὰ θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶδες ἢ ἄκουσες ἢ μυρίστηκες ἢ γεύτηκες ἢ ἔπιασες καὶ
ἰδιαιτέρως, τὰ ἄσεμνα καὶ κακά. Γιατὶ ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ μὲ τὴν δοκιμή, πὼς περισσότερο πόλεμο κάνει
κάποιος νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι ἑνὸς πράγματος, παρὰ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν
αἴσθησί του. Ἐπειδὴ τὸ νὰ ἰδῆ κανεὶς ‐ ὑποθετικὰ λέμε ‐ ἢ νὰ μὴν ἰδῆ ἕνα πρόσωπο μὲ πάθος, αὐτὸ εἶναι
εὔκολο καὶ πόλεμο τόσο δὲν ἔχει· ὅταν ὅμως τὸ ἰδῆ καὶ τὸ περιεργασθῆ, δὲν εἶναι πλέον εὔκολο, ἀλλὰ
χρειάζεται πόλεμος καὶ ἀγῶνας, γιὰ νὰ βγάλη τὴν ἐνθύμησι τοῦ προσώπου ἐκείνου ἀπὸ τὴν φαντασία
του.
Καὶ πολλὲς φορές, μία μονάχα, ἐμπαθὴς καὶ περίεργη ματιά, ποὺ ρίξαμε σὲ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο, μᾶς
ἐντυπώνει στὴ φαντασία τόσο βαθιὰ τὴν ἐνθύμησί του, ποὺ πολεμοῦμε σαράντα ἢ πενήντα χρόνια, μέχρι
καὶ αὐτὰ τὰ γηρατειά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε ἐκείνη τὴν ἐνθύμησι καὶ φαντασία. Καὶ εἶναι
ἄξιο γιὰ γέλια, ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο γερνάει καὶ ἀσχημαίνει ἢ πεθαίνει καὶ γίνεται χῶμα· καὶ πολλὲς
φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας τὰ ὀστᾶ του στὸν τάφο, ἀλλὰ ἡ φαντασία μας κρατεῖ τόσο
σφικτὰ καὶ δυνατὰ τὴν εἰκόνα του, ποὺ πάντα τὸ νομίζει γιὰ νέο καὶ γιὰ ζωντανό· καὶ ἔτσι σὰν παράλογη
καὶ τυφλή, μᾶς κάνει νὰ ἁμαρτάνουμε μὲ αὐτὸ στὴ καρδία, σὰν νὰ ἦταν καὶ ἀληθινό, τόσο ὅταν εἴμαστε
ξύπνιοι, ὅσο καὶ ὅταν κοιμώμαστε(62).
Ἀκόμη σοῦ ὑπενθυμίζω, νὰ φυλαχθῇς καλὰ καὶ νὰ μὴ πιστεύῃς ἢ τελείως νὰ δέχεσαι ὡς ἀληθινό, ἂν δῇς
ξύπνιος ἢ ἐνῷ κοιμᾶσαι, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἢ ἔξω κανένα σχῆμα, ὅπως φῶς ἢ φωτιὰ ἢ σὰν εἶδος
ἀγγέλου ἢ ἁγίου ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅ,τι κι ἂν εἶναι.

Πῶς πρέπει νὰ κυβερνᾶμε τὴ γλῶσσα μας.

Ἀνάγκη μεγάλη εἶναι νὰ κυβερνᾷ κάποιος ὅπως πρέπει τὴν γλῶσσα του καὶ νὰ τὴν χαλιναγωγῇ. Γιατὶ,
κάθε ἕνας κλίνει πολὺ στὸ νὰ τὴν ἀφήνῃ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δίνουν εὐχαρίστησι στὶς
αἰσθήσεις μας· ἡ πολυλογία, τὶς περισσότερες φορές, προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὁποία,
φανταζόμενοι ἐμεῖς πὼς γνωρίζουμε πολλά, καὶ ἰκανοποιώντας τὴ γνώμη μας, πιεζόμαστε μὲ πολλὲς
ἐπαναλήψεις τῶν λόγων μας, νὰ τυπώσουε τὴν γνώμη μας αὐτὴ στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ τοὺς
κάνουμε τὸν δάσκαλο, σὰν νὰ ἔχουν ἀνάγκη νὰ μάθουν ἀπὸ μᾶς· καὶ μάλιστα τὴν ἴδια ὑπερηφάνεια
δείχνουμε ὅταν τοὺς διδάσκουμε χωρὶς αὐτοὶ νὰ μᾶς ρωτήσουν πρῶτα.
Τὰ κακὰ ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν πολυλογία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ περιγράψουμε μὲ λίγα λόγια· ἡ
πολυλογία εἶναι μητέρα τῆς ἀκηδίας· ὑπόθεσις ἄγνοιας καὶ ἀνοησίας· πόρτα τῆς καταλαλιᾶς, ὑπηρέτης
τῶν ψεμμάτων καὶ ψυχρότητα τῆς εὐλαβοῦς θερμότητας· τὰ πολλὰ λόγια δυναμώνουν τὰ πάθη καὶ ἀπὸ
αὐτὰ κινεῖται μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ γλῶσσα μὲ περισσότερη εὐκολία στὴν ἀδιάκριτη συζήτησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ
Ἀπόστολος Ἰάκωβος, θέλοντας νὰ φανερώσῃ πόσο δύσκολο εἶναι τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνῃ κάποιος στὰ λόγια
ποὺ λέει, εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν τελείων ἀνδρῶν· «Ἂν κάποιος δὲν κάνῃ σφάλματα μὲ τὰ
λόγια, αὐτὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἱκανὸς νὰ χαλιναγωγήσῃ ὅλο του τὸν ἑαυτό» (3). Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ
γλῶσσα ἀρχίσει μία φορὰ νὰ μιλάει, τρέχει σὰν ἀχαλίνωτο ἄλογο, καὶ δὲν μιλάει μόνο τὰ καλὰ καὶ αὐτὰ
ποὺ πρέπει, ἀλλὰ καὶ τὰ κακά· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται αὐτὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο, «μεστὴ ἀπὸ κακό,
γεμάτη ἀπὸ δηλητήριο θανατηφόρο». Ὅπως σύμφωνα καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε, ὅτι ἀπὸ τὴν πολυλογία δὲν
θὰ ἀποφύγῃς τὴν ἁμαρτία· «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξη ἁμαρτίαν» (Παρ. 10,20). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε
γενικά, ὅποιος μιλάει πολύ, δείχνει ὅτι εἶναι ἀνόητος· «ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους» (Ἐκκλ. 10,14).
Μὴν ἀνοίξης μεγάλες συνομιλίες μὲ ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀκούει μὲ κακὴ ὄρεξι, γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀηδιάσης καὶ τὸν
κάνῃς νὰ σὲ σιχαθῆ, ὅπως γράφτηκε: «Ὁ πλεονάζων λόγον, βδελυχθήσεται» (Σειρὰχ κεφ. 7). Ἀπόφευγε νὰ
μιλᾷς αὐστηρὰ καὶ μεγαλόφωνα. Γιατὶ καὶ τὰ δυὸ εἶναι πολὺ μισητὰ καὶ δίνουν ὑποψία ὅτι εἶσαι μάταιος
καὶ ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου· μὴν μιλᾷς ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις σου ἢ γιὰ
τοὺς συγγενεῖς σου· παρά, ὅταν εἶναι ἀνάγκη καὶ ὅσο μπορεῖς περισσότερο, μὲ συντομία καὶ ὀλιγολογία.
Καὶ ἂν σοῦ φανῆ πὼς ἄλλοι μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους παραπάνω, ἐσὺ πίεσε τὸν ἑαυτό σου νὰ μὴ τοὺς
μιμηθῇς, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι καὶ τὰ λόγια τους νὰ φαίνωνται ταπεινὰ καὶ τῶν ἴδιων κατηγορητικά. Γιὰ δὲ τὸν
πλησίον σου καὶ γιὰ ὅσα ἀνάγονται σὲ αὐτό, μίλα ὅσο λιγώτερο μπορεῖς, ὅταν καὶ ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἀνάγκη
γιὰ τὸ καλό του (45).
Γιὰ τὸν Θεό, νὰ μιλᾷς μὲ ὅλη σου τὴν ὄρεξι καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀγαθότητά του. Ἀλλὰ μὲ
φόβο, σκεπτόμενος, ὅτι μπορεῖς νὰ κάνῃς λάθος ἀκόμη καὶ σὲ αὐτό. Ὁπότε, καλύτερα ἀγάπα νὰ
προσέχῃς, ὅταν ἄλλοι μιλοῦν σχετικὰ μὲ αὐτά, φυλάττοντας τοὺς λόγους τους στὰ ἐσωτερικά της καρδιᾶς
σου. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ μιλᾶνε, μόνο ὁ ἦχος τῆς φωνῆς ἂς ἐνοχλῇ τὴν ἀκοή σου· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου, ἂς
στέκεται ἀνυψωμένος στὸ Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούσῃς ἐκεῖνον, ποὺ μιλάει γιὰ νὰ
καταλάβης καὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃς, καὶ τότε μὴν παραλείψης ἀνάμεσα νὰ ὑψώσῃς κάποιο μὲ τὸ λογισμὸ
στὸν οὐρανό, ποὺ κατοικεῖ ὁ Θεός σου· καὶ σκέψου τὸ ὕψος του καὶ πὼς αὐτὸς βλέπει πάντα τὴν
μηδαμινότητά σου, ἐξέταζε καλὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἔρχονται στὴν καρδιά σου γιὰ νὰ πῇς, πρὶν νὰ περάσουν στὴ
γλῶσσα καὶ θὰ βρῇς πολλά, ποὺ εἶναι καλύτερα νὰ μὴν βγοῦν ἀπὸ τὸ στόμα σου· ἀλλὰ ἀκόμη γνώριζε, ὅτι
καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ σκέφτεσαι ὅτι εἶναι καλὰ νὰ πῇς, εἶναι πολὺ καλύτερο νὰ τὰ θάψης στὴ σιωπὴ καὶ θὰ
τὸ γνωρίσῃς, ἀφοῦ περάση ἐκείνη ἡ συνομιλία.
Ἡ σιωπή, εἶναι μία μεγάλη ἐνδυνάμωσις τοῦ Ἀοράτου Πολέμου καὶ μία σίγουρη ἐλπίδα τῆς νίκης· ἡ σιωπή,
εἶναι πολὺ ἀγαπημένη ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸ Θεό· εἶναι
φύλακας τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ θαυμαστῆ βοήθεια στὴν ἐκγύμνασι τῶν ἀρετῶν (46)· καὶ ἀκόμη εἶναι
σημεῖο φρονιμάδας. Γιατὶ, ἂν καὶ ἄλλος δὲν μιλάη, τὸ κάνει γιατὶ δὲν ἔχει λόγο νὰ πῇ· «Ἐστὶ σιωπῶν, οὐ
γὰρ ἔχει ἀπόκρισιν» (Σειρὰχ κεφ. 5)· καὶ ἄλλος, διότι φυλάττει τὸν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ μιλήσῃ· «Καὶ
ἔστι σιωπῶν, εἰδὼς καιρόν» (αὐτόθι). Καὶ ἄλλος γιὰ ἄλλες αἰτίες (47)· γενικὰ ὅμως καὶ ὁλοκληρωτικά,
ὅποιος δὲν μιλάει, δείχνει πὼς εἶναι φρόνιμος καὶ σοφός· «ἐστὶ σιωπῶν καὶ αὐτὸς φρόνιμος» (Σειρ. 14,27).
«Ἕνας σιωπαίνει καὶ ἀποδεικνύεται σοφός» (Σειρ. 20,4).
Γιὰ νὰ συνηθίσῃς νὰ σιωπᾷς, σκέψου πολλὲς φορὲς τὶς ζημιὲς καὶ τοὺς κινδύνους τῆς πολυλογίας καὶ τὰ
μεγάλα καλὰ τῆς σιωπῆς καὶ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τρόπους, ποὺ εἶπα στὰ προηγούμενα τρία κεφάλαια,
δηλαδὴ τὸ νὰ ἀνεβαίνῃ κάποιος ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία τοῦ σαρκωθέντος
Λόγου· καὶ στὸ στολισμὸ τῶν ἠθῶν, μποροῦν νὰ μεταχειρίζονται ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν γνῶσι, διάκρισι καὶ
δύναμι στὸ λογισμό, γιὰ νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους μὲ αὐτούς. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν
γνῶσι καὶ τὴν δύναμι, αὐτοὶ μὲ ἄλλον τρόπο μποροῦν νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους· δηλαδή, μὲ ὅλη
τους τὴν δύναμι νὰ ἀπέχουν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰσθητά, ποὺ μποροῦν νὰ βλάπτουν τὴν ψυχή τους.
Καὶ λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, α´ μέν, πρέπει νὰ φυλάττῃς μὲ μεγάλη προσοχὴ τοὺς κακοὺς καὶ γρήγορους
κλέφτες ποὺ ἔχεις, δηλαδή, τὰ μάτια σου, καὶ νὰ μὴν τὰ ἀφήνῃς νὰ τεντώνονται καὶ νὰ βλέπουν μὲ
περιέργεια τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν, τόσο τὰ ὄμορφα, ὅσο καὶ τὰ ἄσχημα ἢ τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καὶ
μάλιστα τῶν νέων καὶ ἀγένειων ἢ νὰ βλέπουν τὴν ξεγύμνωσι ὄχι μόνο τῶν ξένων σωμάτων, ἀλλὰ καὶ
αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σου σώματος. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιέργεια καὶ τὸ ἐμπαθῆ κοίταγμα, ἡ καρδιὰ
συλλαμβάνει τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς πορνείας καὶ τῆς παιδεραστίας. Καθὼς εἶπε ὁ Κύριος.
«Ὅποιος βλέπει γυναῖκα μὲ ἐπιθυμία πονηρή, ἔχει κιόλας μέσα του διαπράξει τὴν μοιχεία μὲ
αὐτήν» (Ματθ. 5,38). Καὶ κάποιος σοφὸς εἶπε «ἐκ τοῦ ὁρᾶν, τίκτεται τὸ ἐρᾶν» (48). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ
Σολομώντας παραγγέλνει, νὰ μὴ πιαστοῦμε ἀπὸ τὰ μάτια μας, μήτε νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ ἐπιθυμία
ὡραιότητας· «υἱέ, μὴ σὲ νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μητὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς» (Παρ. 6,25).
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, φυλάξου νὰ μὴ βλέπῃς περίεργα τὰ ὄμορφα φαγητὰ καὶ ποτά, ἐνθυμούμενος τὴν πρώτη
μητέρα τοῦ γένους μας Εὔα ἡ ὁποία, γιὰ νὰ δῇ τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τοῦ ἐμποδισμένου ξύλου στὸν
Παράδεισο, τὸν ἐπιθύμησε, τὸν πῆρε, τὸν ἔφαγε καὶ ἔτσι πέθανε· οὔτε νὰ βλέπῃς μὲ εὐχαρίστησι τὰ
ὄμορφα ροῦχα ἢ τὸν χρυσὸ καὶ τὸ ἀργύριο ἢ τὶς λαμπρὲς δόξες τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὰ
μάτια σου μέσα στὴ ψυχήν σου τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας. «Ἀπόστρεψαν γάρ, φησι, τοὺς
ὀφθαλμούς μου, τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118.)· καὶ γιὰ νὰ μιλήσω γενικά, φυλάξου νὰ μὴ βλέπῃς
χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλαίσματα, τρεχάματα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἄτακτα
καὶ ἄσεμνα πράγματα, ποὺ ἀγαπᾷ ὁ ἠλίθιος κόσμος καὶ ἔχει ἀπαγορευμένα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ
ἀπόφευγε καὶ κλεῖσε τὰ μάτια σου ἀπὸ αὐτά, γιὰ νὰ μὴ γεμίσῃς τὴν καρδιὰ καὶ τὴν φαντασία σου ἀπὸ
ἄσχημες εἰκόνες καὶ πάθη, καὶ ξεσηκώσῃς ταραχὴ καὶ νέο πόλεμο ἐναντίον σου, ἀφήνοντας τὸν ἀγῶνα,
ποὺ ἔχεις νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τῶν παλαιῶν σου παθῶν. Ἀγάπα ὅμως νὰ βλέπῃς τὶς Ἐκκλησίες, τὶς
ἁγίες εἰκόνες, τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ κοιμητήρια, τοὺς τάφους καὶ ὅσα ἄλλα εἶναι σεμνὰ καὶ ἅγια, τῶν ὁποίων
ἡ θεωρία σὲ ὠφελεῖ.
Α´. Πρέπει νὰ προφυλάττης τὰ αὐτιά σου. Πρῶτα γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ αἰσχρὰ καὶ ἐρωτικὰ λόγια, τὰ
τραγούδια καὶ τὰ μουσικὰ ὄργανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γλυκαίνεται ἡ ψυχή σου καὶ ἡ καρδιά σου ἀνάβει ἀπὸ τὴν
σαρκικὴ ἐπιθυμία. Γιατὶ εἶναι γραμμένο· «ἀπομάκρυνε ἀπὸ μένα τὰ ἐπονείδιστα λόγια» (Παρ. κζ´ 11).
Κατὰ δεύτερο λόγο, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ γελωτοποιὰ λόγια, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι
φαντασιώσεις καὶ τὰ κάθε εἴδους καὶ διάφορα τοῦ κόσμου ψέμματα, νοστιμευόμενος καὶ γλυκαινόμενος
ἀπὸ αὐτά. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι σωστὸ στὸ χριστιανὸ νὰ ἀκούῃ μὲ εὐχαρίστησι αὐτά, ἀλλὰ ἐκείνων τῶν
διεφθαρμένων ἀνθρώπων, σχετικὰ μὲ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι, «θὰ κλείσουν τὰ αὐτιά τους στὴν
ἀλήθεια καὶ θὰ στραφοῦν στὰ παραμύθια» (Β´. Τιμοθ. δ᾿ 4.)
Τρίτο, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστησι τὶς κατακρίσεις καὶ πολυλογίες ποὺ οἱ ἄλλοι κάνουν ἐναντίον τοῦ
πλησίον ἀλλὰ ἢ νὰ τὶς ἐμποδίζεις, ἂν μπορεῖς ἢ νὰ μὴν κάθεσαι νὰ τὶς ἀκοῦς. Ἐπειδὴ ὁ μέγας Βασίλειος
θεωρεῖ ἄξιους ἀφορισμοῦ, τόσο ἐκείνους ποὺ πολυλογοῦν, ὅσο καὶ ἐκείνους ποὺ στέκονται καὶ ἀκοῦν τὶς
συκοφαντίες· «Ἂν βρεθῆ κάποιος νὰ καταλαλῇ ἄλλον ἢ ἂν ἀκούῃ νὰ καταλαλοῦν καὶ δὲν τοὺς ἐπιτιμᾷ…
μαζὶ μὲ αὐτὸν νὰ ἀφορίζεται» (49).
Τέταρτο, φυλάξου νὰ μὴ γλυκαίνεσαι καὶ ἀκοῦς τὰ περιττὰ καὶ μάταια λόγια καὶ τὶς φλυαρίες, στὶς ὁποῖες
καταπιάνεται ὁ περισσότερος κόσμος· γιατί, εἶναι γραμμένο· «δὲν θὰ ἀκούσῃς λόγο μάταιο» (Ἔξοδ. 23,1).
Καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε· «μάταιο λόγο κάντον μακρυά μου» (Παρ. 30,8). Καὶ ὁ Κύριος εἶπε· «Γιὰ κάθε
μάταιο λόγο ποὺ θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ λογοδοτήσουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως» (Ματθ. 12,36).
Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε σύντομα, φυλάξου νὰ μὴν ἀκοῦς ὅλα ἐκεῖνα τὰ λόγια καὶ ἀκούσματα, ποὺ μποροῦν νὰ
βλάψουν τὴν ψυχή σου· αὐτὰ κυρίως εἶναι οἱ κολακεῖες τῶν κολάκων καὶ οἱ ἔπαινοι, σχετικὰ γιὰ τοὺς
ὁποίους εἶπε ὁ Ἡσαΐας «λαός μου, αὐτοὶ ποὺ σᾶς καλοτυχίζουν, σᾶς κοροϊδεύουν» (3,11). Ἀγάπησε δὲ νὰ
ἀκοῦς τὰ θεῖα λόγια, τὶς ἱερὲς μελῳδίες καὶ ψαλμῳδίες, καὶ ὅλα ὅσα εἶναι σεμνά, ἅγια, σοφὰ καὶ
ψυχωφελῆ· καὶ μάλιστα ἀγάπα νὰ ἀκοῦς τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς βρισιὲς ποὺ σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.
Ε´. Φύλαξε τὴν ὄσφρησί σου ἀπὸ τὰ μυρωδικά, τοὺς μόσχους καὶ ἄλλα εὐωδιαστὰ ἀρώματα, τὰ ὁποῖα δὲν
πρέπει οὔτε πάνω σου νὰ τὰ βάζῃς ἢ νὰ τὰ ἀλείφῃς, οὔτε μὲ ὑπερβολὴ νὰ μυρίζεσαι. Ἐπειδὴ αὐτά, ὅλα
εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν ἀσέμνων γυναικῶν, καὶ ὄχι τῶν φρονίμων ἀνδρῶν, καὶ κοιμίζουν τὴν
γενναιότητα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν σπρώχνουν σὲ πορνικὰ πάθη καὶ ἐπιθυμίες καὶ κάνουν νὰ ἔρχωνται σὲ
αὐτοὺς ποὺ τὰ μεταχειρίζονται, οἱ προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες, ποὺ λένε «Καὶ ἀντὶ τῆς εὐχάριστης
εὐωδίας, θὰ ὑπάρχη μοῦχλα» (Ἡσ. 3,23), «Καὶ ἀλοίομονο σὲ ὅσους ἀλείφονται μὲ τὰ καλύτερα
ἀρώματα» (Ἄμ. 6,6).
ΣΤ´. Φύλαξε τὴν γεῦσι καὶ τὴν κοιλιά σου, γιὰ νὰ μὴν ὑποδουλώνεται σὲ παχυντικὰ καὶ εὐχάριστα καὶ
πολυποίκιλα φαγητά, καὶ νόστιμα καὶ εὐώδη ποτά. Γιατὶ, τὰ τρυφερὰ αὐτὰ τραπέζια, πρὶν νὰ τὰ
ἀποκτήσῃς, θὰ σὲ κάνουν νὰ πέσῃς σὲ κλεψιές, ψέματα, κολακεῖες, καὶ ἄλλα χίλια ὑπηρετικὰ πάθη καὶ
κακά· ἀφοῦ ὅμως τὰ ἀποκτήσῃς, θὰ σὲ γκρεμίσουν στοὺς λάκκους τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ
κτηνόμορφων ἐπιθυμιῶν, ὅσες πραγματοποιοῦνται κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά· καὶ θὰ φέρουν ἐναντίον σου τὶς
προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες τοῦ Ἀμώς· «Ἀλοίμονο ἐσεῖς ποὺ τρῶτε τρυφερὰ ἀρνάκια καὶ καλοθρεμένα
μοσχαράκια ἀπὸ τὰ κοπάδια….» (6,4).
Ζ´. Πρέπει νὰ φυλάγεσαι, νὰ μὴν πιάνῃς μὲ τὸ χέρι ὄχι μόνο ξένο σῶμα γυναίκας, ἄνδρα ἢ γέροντα, τὸ ἴδιο
καὶ νεώτερου, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό σου σῶμα καὶ μάλιστα τὰ ἀπόκρυφα σημεῖα σου, χωρὶς νὰ ὑπάρχη
ἀνάγκη. Γιατὶ, ὅσο ἄκομψη εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, τόσο αἰσθητικὴ καὶ ζωντανὴ εἶναι καὶ
παρακινεῖ τὰ πάθη τῆς σάρκας, καὶ γκρεμίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς αὐτὴ τὴν πρᾶξι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅλες μὲν
οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, ὑπηρετοῦν τὴν ἁφή, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ μακριὰ ἐργάζονται τὴν ἁμαρτία.
Ἀλλὰ ὅταν κάποιος φθάση στὴν ἁφή, δηλαδὴ φτάνῃ καὶ πιάνῃ, δύσκολα πιὰ μπορεῖ νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ
μὴν διαπράξῃ τὴν ἁμαρτία.
Στὴν αἴσθησι τῆς ἁφῆς, ἀναφέρεται καὶ ὁ στολισμὸς τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν ποδιῶν. Ὁπότε,
φυλάξου νὰ μὴ στολίζῃς τὸ σῶμα σου μὲ μαλακὰ καὶ διάφορα καὶ λαμπρὰ ροῦχα ἢ μὲ πολυέξοδα
καλύμματα τῆς κεφαλῆς ἢ μὲ πολύτιμα παπούτσια, γιατὶ αὐτὰ ἁρμόζουν στὶς γυναῖκες καὶ στοὺς ἄνδρες
δὲν ταιριάζουν, ἀλλὰ μόνο νὰ φορᾷς σεμνὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα καὶ χρειάζονται, στὸ κρύο
τοῦ χειμῶνα καὶ στὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ σώματος, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃς καὶ
σὺ ἐκεῖνο, ποὺ ἄκουσε ὁ πλούσιος ποὺ ντύθηκε τὴν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἐνδυμασία, δηλαδή, τό·
«Ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16,25) καὶ ἔλθη πάνω σου ἡ κατάρα ποὺ λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ·
«Θὰ βγάλουν τοὺς μανδύες τους καὶ θὰ πετάξουν ἀπὸ πάνω τους τὰ χρυσοκέντητα ροῦχα τους» (26,16).
Στὴν ἁφὴ ἀναφέρονται ἀκόμη καὶ οἱ ἄλλες ἀνέσεις τοῦ σώματος· ὅπως εἶναι, τὸ φτιάξιμο τῶν μαλλιῶν καὶ
τὸ συχνὸ πλύσιμο τῶν γενιῶν, τὰ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα σπίτια, τὰ πολυέξοδα καὶ μαλακὰ στρώματα καὶ
καθίσματα. Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα νὰ φυλάγεσαι, ὡς βλαβερὰ τῆς συνέσεώς σου καὶ ὑπεύθυνα τῆς πορνείας καὶ
τῶν σαρκικῶν παθῶν, γιὰ νὰ μὴν κληρονομήσῃς τὸ οὐαὶ τοῦ Ἀμώς, ποὺ λέγει· «Ἀλοίμονο σὲ σᾶς ποὺ
ξαπλώνετε σὲ ἀνάκλιντρα στολισμένα μὲ ἐλεφαντόδοντο» (6,4).
Αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα ὡς τώρα, εἶναι ἡ γῆ, τὴν ὁποία κατεδικάστηκε νὰ τρώῃ τὸ νοητὸ φίδι ὁ διάβολος. Αὐτὰ
εἶναι, ἡ ὕλη καὶ ἡ τροφή, μὲ τὴν ὁποία τρέφονται ὅλα τὰ πάθη τῆς σάρκας. Καὶ λοιπόν, ἐὰν ἐσὺ δὲν τὰ
καταφρονήσῃς, ὡς δῆθεν μικρά, ἀλλὰ πολεμήσῃς γενναῖα καὶ δὲν τὰ ἀφήσῃς νὰ μποῦν μέσα ἀπὸ τὶς
αἰσθήσεις στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά σου, σὲ πληροφορῶ, ὅτι ἀλήθεια, εὔκολα θὰ ἐξαφανίσῃς μὲ τὴν
ἀτροφία τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη καὶ σὲ λίγο καιρὸ θὰ φανῆς νικητὴς ἄριστος σὲ αὐτὸν τὸν Ἀόρατο
Πόλεμο.
Γιατὶ εἶναι γραμμένο στὸν Ἰώβ, ὅτι ὁ μυρμηκολέοντας (δηλαδὴ ὁ διάβολος) ἐξαφανίστηκε καὶ χάθηκε μὴ
ἔχοντας νὰ φάῃ τροφή, «Μυρμηκολέων ὥλετο, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορᾶν» (δ᾿ 11) (50).

Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας μὲ ἄλλους τρόπους, ὅταν μᾶς παρουσιάζωνται τὰ ὁρατὰ ἀντικείμενά τους.

Ὅταν βλέπῃς πράγματα ὡραῖα στὴν ὄψι καὶ τίμια στὴ γῆ, σκέψου, ὅτι ὅλα εἶναι μηδαμηνά, καὶ σὰν μιὰ
κοπριά, σὲ σχέσι μὲ τὴν σύγκρισι τῶν ὡραιοτήτων καὶ πλουσιοτήτων τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα μετὰ τὸ
θάνατο θὰ ἀπολαύσῃς ἂν καταφρονήσῃς ὅλο τὸν κόσμο· στρέφοντας ὅλη τη ματιά σου πρὸς τὸν ἥλιο,
σκέψου ὅτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν εἶναι φωτεινὴ καὶ ὡραία ἡ ψυχή σου, ἂν σταματᾷς στὴ χάρι τοῦ
Ποιητοῦ σου· διαφορετικά, εἶναι περισσότερο σκοτεινὴ καὶ σιχαμερὴ ἀπὸ τὸ καταχθόνιο σκοτάδι.
Βλέποντας μὲ τὰ μάτια σου στὸν οὐρανό, πέρασε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ψηλότερα στὸ πύρινο οὐρανό
(43), καὶ ἐκεῖ συγκετρώσου μὲ τὸν λογισμό, σὰν νὰ σοῦ εἶναι αὐτὸς ἕτοιμος γιὰ παντοτεινὴ εὐτυχέστατη
κατοικία, ἐφ᾿ ὅσον ζήσεις ἐδῶ στὴ γῆ μὲ ἀθῳότητα. Ἀκούγοντας τὰ κελαδίσματα τῶν πουλιῶν πάνω στὰ
δέντρα τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως καὶ ἄλλα μελῳδικὰ τραγούδια, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου σὲ ἐκεῖνα τὰ
γλυκοκελαδίσματα τοῦ Παραδείσου, καὶ σκέψου πὼς ἐκεῖ ἀκούγεται ἀσταμάτητα τὸ Ἀλληλούια καὶ οἱ
ἄλλες ἀγγελικὲς δοξολογίες (44) καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ τὸν ὑμνῇς γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ
ἐκεῖνα τὰ οὐράνια πνεύματα «Καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσα φωνὴν ὄχλου πολλοῦ μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ,
λέγοντος Ἀλληλούια» (Ἀποκ. 19,3).
Ὅταν καταλάβης ὅτι νιώθεις εὐχαρίστησι ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν δημιουργημάτων, σκέψου, ὅτι ἐκεῖ
παρακάτω ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση, βρίσκεται κρεμασμένο τὸ ὑποχθόνιο φίδι, πολὺ προσεκτικὸ καὶ πρόθυμο
νὰ σὲ σκοτώσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ σὲ πληγώσῃ καὶ πὲς ἐναντίον του· «Ἄ, κατηραμένο φίδι! πῶς κάθεσαι ἔτσι
ποὺ ἔχεις στείσει παγίδα, γιὰ νὰ μὲ καταφᾶς»! καὶ ἔπειτα ἀφοῦ στραφῆς πρὸς τὸ Θεό, πές· «Εὐλογητὸς
εἶσαι, Θεέ μου, ποὺ μοῦ φανέρωσες τὸ ἐχθρό μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸ λυσσασμένο του λάρυγγα καὶ
τὸ ἄγγιστρο». Καὶ ἀμέσως κατάφυγε, κατάφυγε στὶς πληγὲς τοῦ ἐσταυρωμένου, συγκετρώσου σὲ αὐτές,
καὶ σκέψου πόσο ὑπέφερε ὁ Κύριός μας στὴν ἁγιώτατη σάρκα του, γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μισήσῃς τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας.
Σοῦ θυμίζω καὶ ἄλλο ἕνα πρᾶγμα, γιὰ νὰ ἀποφύγης αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ἀπόλαυσι καὶ εὐχαρίστησι τῆς
σάρκας· καὶ αὐτὸ εἶναι, τὸ νὰ βυθίζῃς καλὰ τὸ νοῦ σου στὸ νὰ συλλογίζεται μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τί θὰ
γίνῃ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ τότε σοῦ ἄρεσε· δηλαδή, ὅτι θὰ γίνῃ σάπιο καὶ γεμάτο σκουλίκια καὶ βρωμιά·
ὅταν περπατᾷς σὲ κάθε βῆμα καὶ διασκελισμὸ ποδιοῦ ποὺ κάνεις, θυμήσου πὼς κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο
πηγαίνεις πλησιάζοντας στὸν τάφο. Βλέποντας πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἢ νερὰ νὰ τρέχουν, σκέψου πὼς ἡ ζωή
σου μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα πετᾶ καὶ πηγαίνει στὸ τέλος της. Ὅταν ξεσηκωθοῦν ἄνεμοι δυνατοὶ τὸν
χειμῶνα, ἢ ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, τότε θυμήσου τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως· καὶ κλίνοντας
τὰ γόνατα, προσκύνησε τὸν Θεὸ καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σοῦ δώσῃ χάρι καὶ χρόνο, νὰ ἑτοιμασθῇς καλά,
γιὰ νὰ παρουσιασθῇς τότε μπροστὰ στὴν Ὕψιστη Μεγαλειότητα.
Ἐὰν σὲ βροῦν διάφορα γεγονότα, ἐξασκήσου κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο· ὅταν, παραδείγματος χάριν, εἶσαι
στενοχωρημένος ἀπὸ κανένα πόνο ἢ μελαγχολία ἢ ὑποφέρῃς ἀπὸ πυρετὸ ἢ κρύωμα ἢ κάτι ἄλλο θλιβερό,
ἀνέβασε τὸ νοῦ σου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο φάνηκε εὐχάριστο γιὰ τὸ καλό σου νὰ ὑποφέρῃς σ᾿
αὐτὸ τὸ μέτρο καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν ἀρώστεια καὶ τὴν θλῖψι, γιὰ τὴν ὁποία, χαρούμενος γιὰ τὴν
ἀγάπη ποὺ σοῦ δείχνει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἀφορμὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ
ἀρέσουν περισσότερο, πὲς μὲ τὴν καρδιά σου· «Ἰδοὺ εἰς ἐμὲ τὸ πλήρωμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μου, τὸ
ὁποῖο ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὥρισε μὲ ἀγάπη νὰ ὑποφέρω ἐγὼ αὐτὴ τὴν θλῖψι· ἂς εἶναι πάντα εὐλογημένος ὁ
ἀγαθώτατός μου Δεσπότης». Καὶ πάλι, ὅταν ἔλθη στὸ νοῦ σου κανένας καλὸς λογισμός, στρέψου στὸ Θεὸ
καὶ γνωρίζοντας ὅτι προῆλθε ἀπὸ αὐτόν, εὐχαρίστησέ τον.
Ὅταν κάνῃς ἀνάγνωσι, πίστεψε ὅτι βλέπεις τὸν Θεὸ κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ λόγια, καὶ δέξου τα σὰν νὰ
προέρχονταν ἀπὸ τὸ θεϊκό του στόμα. Τὸν καιρὸ ποὺ βλέπεις ὅτι βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα,
λυπήσου καὶ παρακάλεσε τὸν Θεό, νὰ μὴν πέσῃς στὸ αἰώνιο σκοτάδι. Βλέποντας τὸν σταυρό, συλλογίσου
πὼς αὐτὸς εἶναι ἡ σημαία καὶ τὸ λάβαρο τῆς ἐκστρατείας καὶ τοῦ πολέμου σου, καὶ πώς, ἂν ἀπομακρυνθῇς
ἀπὸ αὐτόν, θὰ παραδοθῇς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἂν ὅμως τὸν ἀκολουθήσῃς, θὰ φθάσης στὸν οὐρανὸ
φορτωμένος μὲ ἔνδοξα βραβεῖα. Βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀφιέρωσε τὴν καρδιά σου σ᾿ αὐτὴ
ποὺ βασιλεύει στὸν Παράδεισο καὶ εὐχαρίστησέ την, γιατὶ στάθηκε πάντα ἕτοιμη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
σου, γιατὶ γέννησε, θήλασε, ἀνέθρεψε τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, καὶ γιατὶ δὲν λείπει στὸν ἀόρατό μας
πόλεμο ἡ προστασία καὶ ἡ βοήθειά της. Οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἂς παραβάλλουν στὸ νοῦ σου ὅτι ἔχεις
τόσους συμπαραστάτες καὶ μεσῖτες στὸν Θεὸ καὶ παρακαλοῦν γιὰ σένα· αὐτοὶ ρίχνοντας μὲ γενναιότητα
τὰ κοντάρια τους καὶ ἀφοῦ περπάτησαν, σοῦ ἄνοιξαν τὸν δρόμο, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο περπατώντας, θὰ
στεφανωθῇς καὶ σὺ μαζί τους σὲ μιὰ δόξα παντοτεινή.
Ὅταν δῇς τὶς Ἐκκλησίες, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εὐλαβεῖς σκέψεις σου, συλλογίσου ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι ναὸς
τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ «ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ » (Β´ Κορινθ. 6,16) καὶ πρέπει νὰ τὴν διατηρῇς
καθαρὴ καὶ ἁγνή. Ἀκούγοντας σὲ κάθε στιγμὴ τὸν ἀσπασμὸ τοῦ Ἀγγέλου τό, Θεοτόκε Παρθένε, κάνε
αὐτὲς τὶς σκέψεις· α´) εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ ἐκεῖνο τὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ
στάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. β´) Χαῖρε μαζὶ μὲ τὴν Ἀειπαρθένο Μαρία γιὰ τὰ πολλὰ μεγαλεῖα της,
στὰ ὁποῖα ὑψώθηκε γιὰ τὴν ἐξαίρετη τιμὴ καὶ βαθύτατη ταπείνωσί της. Καὶ γ´) προσκύνησε μαζὶ μὲ αὐτὴν
τὴν εὐτυχισμένη Μητέρα καὶ μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸ θεῖο της βρέφος, ποὺ τότε ἀμέσως συνελήφθη
στὴ παναγία της μήτρα· αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃς τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ καὶ
τὸ μεσημέρι.
Τὴν δὲ Πέμπτη τὸ βράδυ, σκέψου τὴν λύπη τῆς Θεοτόκου γιὰ τὸν γεμάτο αἵματα ἱδρῶτα, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ
τὸν ἀγαπητό της Υἱὸ μέσα στὸ Κῆπο ποὺ προσευχόταν, ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν
ἔπιασαν καὶ γιὰ τὴν θλῖψι ποὺ εἶχε ὁ Υἱός της ὅλη ἐκείνη τὴν νύχτα· τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς, σκέψου τὶς
λῦπες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν παρουσίασι τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της στὸν Πιλᾶτο καὶ στὸν
Ἡρῴδη, γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ σήκωμα τοῦ Σταυροῦ του· τὸ μεσημέρι, ἕως τὸ Σάββατο,
σκέψου τὴν ρομφαία τῆς θλίψεως ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς πολὺ ἄξιας Κυρίας, γιὰ τὴν σταύρωσι
καὶ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της, γιὰ τὸ σκληρότατο τρύπημα τῆς λόγχης τῆς ἁγίας του
πλευρᾶς καὶ γιὰ τὴν ταφή του κ.τ.λ. Καὶ μὲ συντομία, ἂς εἶσαι πάντα ξάγρυπνος καὶ προσεκτικός, στὸ νὰ
κυβερνᾷς τὶς αἰσθήσεις σου, καὶ σὲ κάθε τί ποὺ τύχαινει, χαροποιὸ ἢ λυπηρό, ἀγωνίσου νὰ κινῆσαι ἢ νὰ
πηγαίνεις πίσω, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τῶν ἐπιγείων, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
δέχεσαι αὐτὰ ἢ νὰ τὰ ἀποστρέφεσαι τόσο, ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Λοιπόν, ἂς γνωρίζῃς ὅτι τοὺς παραπάνω τρόπους, ποὺ σοῦ φανέρωσα γιὰ τὴν κυβέρνησι τῶν αἰσθήσεών
σου, δὲν σοῦ τοὺς ἔδωσα γιὰ νὰ ἀσχολῆσαι συνέχεια μὲ αὐτούς· ἐπειδὴ καὶ ἔχῃς ὑποχρέωσι σχεδὸν πάντα,
νὰ ἔχῃς τὸ νοῦ σου μαζεμένο μέσα στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὸν Κύριό σου, ὁ ὁποῖος θέλει
νὰ προσέχῃς στὸ νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τὰ πάθη σου, μὲ συνεχεῖς πράξεις, τόσο μὲ τὸ νὰ
ἀντιστέκεσαι σ᾿ αὐτά, ὅσο καὶ μὲ τὶς πράξεις τῶν ἀντίθετων ἀρετῶν, καθὼς σοῦ προεῖπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο·
ἀλλὰ σοῦ τοὺς ἑρμήνευσα γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ κυβερνᾷς τὸν ἑαυτό σου, ὅταν τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη. Γιατὶ
πολλοί, καὶ παλαιοὶ καὶ νέοι ἀσκητές, καὶ ἄλλοι μὲ παρόμοιες φαντασίες πλανήθηκαν καὶ χάθηκαν ἀπὸ
τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ συνηθίζει νὰ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, καθὼς εἶπε ὁ
Παῦλος, γιὰ νὰ πλανήσῃ τὸν ἄνθρωπο· «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτός» (Β´
Κορινθ. 11,14).
Γνώριζε ἐπίσης καὶ αὐτό, ὅτι καθὼς ἀπὸ τὴν αἴσθησι γεννιέται ἡ φαντασία, ἔτσι ἀντιστρόφως καὶ ἀπὸ τὴν
φαντασία γεννιέται ἡ αἴσθηση, δηλαδὴ τόσο πολὺ χοντραίνει καὶ παχαίνει ἡ φαντασία σὲ μερικοὺς
ἀνθρώπους, ποὺ προκαλεῖ τὶς ἴδιες ἐνέργειες καὶ ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, ποὺ κάνει καὶ ἡ αἴσθησις· γι᾿
αὐτὸ πολλοὶ ὑποχόνδριοι καὶ φαντασιώδεις φοβοῦνται ἀπὸ τὶς φαντασίες τους, ὅπως φοβοῦνται καὶ ἀπὸ
τὶς αἰσθήσεις τους· καὶ ἢ γλυκαίνονται καὶ προσπαθοῦν ἢ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν κάποιοι καὶ πεθαίνουν
μόνο καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται, παρομοίως σὰν νὰ ἦταν παρόντα
αἰσθητὰ καὶ πραγματικά, αὐτὰ τὰ ἴδια πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται. Καί, λοιπόν, ποιὸς δὲν
βλέπει πόσο κακὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ φαντασία καὶ πόσο πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε;

Ἡ διόρθωσις τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων

Ἡ διόρθωσις τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ κάποιος νὰ περάση ἀπὸ αὐτὲς στὴ
θεωρία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.



Μεγάλη σκέψις καὶ παντοτεινὴ ἐξάσκησις χρειάζεται γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν καλὰ οἱ
πέντε ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· δηλαδὴ ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις καὶ ἡ ἁφή. Γιατὶ ἡ
παράλογη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι σὰν στρατηγὸς τῆς διεφθαρμένης μας φύσεως, γέρνει μὲ
ὑπερβολὴ στὸ νὰ ζητάῃ πάντα τὶς εὐχαριστήσεις καὶ τὶς ἀναπαύσεις καὶ μὴ μπορώντας μόνη της νὰ τὶς
ἀποκτήσῃ, μεταχειρίζεται τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος σὰν στρατιῶτες καὶ ὄργανα φυσικά, γιὰ νὰ
συλλαμβάνῃ τὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀντικείμενά τους, δηλαδὴ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, τῶν ὁποίων τὶς εὐχάριστες
εἰκόνες καὶ φαντασίες ποὺ περνᾶνε παίρνοντάς της, τὶς τυπώνει στὴν ψυχή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀκολουθεῖ
ἡ εὐχαρίστησις. Αὐτὴ ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς σάρκας, μοιράζεται
σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τῶν αἰσθήσεων, ποὺ χωροῦν αὐτὴ τὴν εὐχαρίστησι· καὶ ἀπὸ αὐτήν, συμβαίνει
(ἀλλοίμονο) στὴ ψυχὴ ὁ ἀθάνατος θάνατος· καὶ συπληρώνεται αὐτὸ ποὺ γράφτηκε, ὅτι «ἀνέβη θάνατος
διὰ τῶν θυρίδων» (Ἱερ.9,20). Δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, τὶς ὁποῖες ἔχει σὰν παράθυρα ἡ ψυχή, γιὰ νὰ
ἀπολαμβάνῃ τὰ αἰσθητά.
Βλέπεις, ἀδελφέ, τὴν μεγάλη ζημιά, ποὺ σοῦ προξενεῖται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, νὰ τὴν
θεραπεύσῃς, δηλαδή, φρόντιζε καλῶς, νὰ μὴν ἀφήνῃς νὰ πηγαίνουν οἱ αἰσθήσεις σου ἐκεῖ, ποὺ αὐτὲς
θέλουν, οὔτε νὰ τὶς μεταχειρισθῇς γιὰ μόνη τὴν ἀπόλαυσι τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν καὶ ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο
σκοπὸ καλὸ ἢ ὠφέλεια ἢ ἀνάγκη. Καὶ ἂν ὡς τώρα, χωρὶς νὰ τὰ γνωρίσῃς αὐτά, οἱ αἰσθήσεις σου δόθησαν
ὁλοκληρωτικὰ στὶς αἰσθητὲς εὐχαριστίες, ὅμως, ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα, ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς, νὰ τὶς φέρῃς
πίσω καὶ νὰ τὶς κυβερνήσῃς τόσο καλά, μὲ τρόπο πού, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ προτύτερα ὑποδουλώνονταν ἄθλια
στὶς μάταιες καὶ ψυχοφθόρες ἡδονές, νὰ ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπὸ κάθε κτίσμα καὶ ἀντικείμενο αἰσθητό,
ψυχωφελῆ νοήματα καὶ νὰ τὰ φέρουν μέσα στὴ ψυχή· μέσα ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτὰ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ
συμμαζεύται στὸν ἑαυτό της καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῶν ἀΰλων της δυνάμεων, νὰ ἀνεβαίνῃ στὴ μελέτη καὶ
δοξολογία τοῦ Θεοῦ (38)· αὐτὸ ὁποῖο μπορεῖς καὶ σὺ νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Γιὰ παράδειγμα· ὅταν βρεθῆ μπροστὰ σὲ καμμία ἐξωτερική σου αἴσθησι κανένα αἰσθητὸ ἀντικείμενο, εἴτε
ὁρατό, εἴτε ἀκουστό, εἴτε ὀσφρατό, εἴτε γευστικὸ ἢ χειροπιαστό, ξεχώρισε μὲ τὸν λογισμό σου ἀπὸ τὸ ὑλικὸ
πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὸ ἄϋλο πνεῦμα, δηλαδὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι σὲ αὐτό· καὶ
σκέψου, ὅτι αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ τὸ εἶναι ἢ ἄλλο τίποτε, ἀπὸ ὅσα βρίσκονται σὲ
αὐτό· ἀλλὰ ὅλο του τὸ κάθε τί εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πνεῦμα του ἀοράτως τοῦ δίνει ἐκεῖνο τὸ
εἶναι, ἐκείνη τὴν ἀγαθότητα, ἐκείνη τὴν ὡραιότητα, ἐκείνη τὴν δύναμι, ἐκείνη τὴν σοφία καὶ κάθε ἄλλο
καλὸ ποὺ ἔχει μέσα του. Ὁπότε ἐδῶ ἂς χαρῆ ἡ καρδιά σου, διότι μόνον ὁ Θεός σου εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ
τόσων διαφόρων, τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστῶν στὴν ἀκρίβεια πραγμάτων καὶ ὅτι αὐτὸς μὲ ὑπεροχή,
ὅλα τὰ ἐμπεριέχει στὸν ἑαυτό του· καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ τελειότητες ὅλων τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων, δὲν εἶναι
ἄλλο παρὰ ἕνας ἐλάχιστος βαθμὸς ἢ ἕνας ἴσκιος τῶν ἀπείρων αὐτοῦ θεϊκῶν θαυμασιῶν καὶ τελειοτήτων.
Καὶ λοιπὸν ὅταν ἐσὺ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο συνηθίσῃς νὰ βλέπῃς τὰ αἰσθητὰ κτίσματα καὶ δὲν μένῃς στὸ
ἐξωτερικὸ καὶ στὸ φαινόμενο μόνον, ἀλλὰ διαπερνᾷς μὲ τὸν νοῦ σου στὴν ἐσωτερικὴ καὶ κρυφὴ αὐτὴ
ὡραιότητα (γιατὶ εἰκόνες τῶν νοητῶν εἶναι τὰ αἰσθητὰ κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη), τότε τὴν μὲν
ἐξωτερική τους ὡραιότητα, ὡς ἀσήμαντη καὶ ὑλική, θὰ τὴν καταφρονήσῃς καὶ θὰ τὴν προσπεράσης, στὴν
δὲ κρυπτόμενη δύναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ προσηλώσῃς τὸ νοῦ σου, δοξολογώντας τὸν
Κύριο.
Ἔτσι βλέποντας τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, τὴ φωτιά, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὴν γῆ καὶ στοχαζόμενος τὴν οὐσία
καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἔχουν, μὲ μεγάλη σου εὐχαρίστησι θὰ πῇς πρὸς τὸν τέλειο
Δημιουργό, ποὺ κατὰ τέτοιο τρόπο τὰ δημιούργησε· «ὦ θεία οὐσία! ὦ ἄπειρος Δύναμις καὶ ἐνέργεια ἄκρως
ἐπιθυμητή, πόσο χαίρομαι καὶ εὐχαριστοῦμαι, διότι ἐσὺ εἶσαι μόνη ἡ ἀρχὴ καὶ αἰτία κάθε κτιστῆς οὐσίας
τῶν ὄντων καὶ κάθε ἐνέργειας καὶ δυνάμεως»! (39) Ἔτσι ὅταν βλέπῃς τὰ οὐράνια καὶ φωτεινὰ σώματα, τὸν
ἥλιο, τὴν σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια καὶ σκεφθῇς ὅτι πῆραν τὸ φῶς καὶ τὴν λαμπρότητα ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ
φωνάξης· «ὦ φῶς, ὑπὲρ πᾶν φῶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε κάθε φῶς ἄϋλον καὶ ὑλικό· ὦ φῶς
θαυμαστό, τὸ πρῶτο ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς τῶν Ἀγγέλων καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἁγίων, στοῦ ὁποίου
τὴν ἀκλινῆ θεωρίαν, θαμπώνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Χερουβίμ, καὶ σὲ σύγκρισι αὐτοῦ, ὅλα τὰ αἰσθητὰ
φῶτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σὲ δοξολογῶ καὶ σὲ ὑπερυψῶ· ὦ φῶς ἀληθινό, ὅπου φωτίζεις κάθε
ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο (Ἰωάν. α´)· ἀξίωσέ με νὰ σὲ δῶ νοερά, γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὴν τελειότητα ἡ
καρδιά μου». Ἔτσι καὶ ὅταν βλέπῃς τὰ δένδρα, τὰ χόρτα καὶ ἄλλα διάφορα φυτὰ καὶ σκέφτεσαι μὲ τὸ
μυαλό, πῶς ζοῦνε, τρέφονται, αὐξάνουν καὶ γεννοῦν τὰ ὅμοιά τους καὶ πῶς ἀπὸ μόνα τους δὲν ἔχουν τὴν
ζωὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἐσὺ δὲν βλέπεις, τὸ ὁποῖο μόνο τὰ
ζωογονεῖ· ἔτσι μπορεῖς νὰ πῇς· «Νά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ὁποία, στὴν ὁποία καὶ διὰ τῆς
ὁποίας ζοῦν καὶ τρέφονται καὶ αὐξάνουν τὰ πάντα, ὢ ζωντανὴ θεραπεία τῆς καρδιᾶς μου»! Παρόμοια καὶ
ἀπὸ τὴν μορφὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, θὰ ἐξυψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸν Θεό, ποὺ δίνει σὲ αὐτὰ τὴν αἴσθησι καὶ
τὴν ἀπὸ τόπου σὲ τόπο κίνησι, λέγοντας· ὢ πρῶτον κινοῦν· τὸ ὁποῖο μολονότι κινεῖς τὰ πάντα, εἶσαι
ἀκίνητο στὸν ἑαυτό σου· ὤ, πόσο χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι στὴν ἀκινησία καὶ στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τὸν ἑαυτό σου ἢ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ σκεπτόμενος ὅτι μόνο ἐσὺ ἔχει ὄρθιο
σχῆμα καὶ εἶσαι σωστὸς καὶ λογικὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ πὼς εἶσαι μία ἕνωσις καὶ ἕνας σύνδεσμος
τῶν ἀΰλων καὶ ὑλικῶν κτισμάτων, παρακινήσου σὲ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ σου
καὶ πές: «Ὦ Τριὰς ὑπερούσιε, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο, ἂς εἶσαι δεδοξασμένη στοὺς αἰῶνας. Πόσο
χρεωστῶ νὰ σὲ εὐχαριστῶ πάντοτε, ὄχι μόνον διότι μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μὲ ἔκαμες βασιλέα ὅλων
τῶν ἐπιγείων κτισμάτων ὄχι μόνον διότι μὲ τίμησες κατὰ τὴν φύσι μὲ τὴν δική σου εἰκόνα, μὲ νοῦν, λόγον
καὶ πνεῦμα ζωοποιό του σώματος μου (40), ἀλλὰ καὶ διότι μοῦ ἔδωσες δύναμι νὰ γίνω προαιρετικὰ μὲ τὶς
ἀρετές, καθ᾿ ὁμοίωσιν δική σου, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ σὲ ἀπολαμβάνω στοὺς αἰῶνας».
Ἔρχομαι τώρα στὶς πέντε αἰσθήσεις εἰδικώτερα καὶ σοῦ λέω· ἂν θέλγεσαι, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ
τὸ κάλλος τῶν κτισμάτων, τὴν ὁποία βλέπουν τὰ μάτια σου, χώρισε μὲ τὸν νοῦ σου ἐκεῖνο ποὺ βλέπῃς,
ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ δὲν βλέπεις· καὶ σκέψου, ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ ὡραιότητα ποὺ φαίνεται ἀπὸ ἀπὸ ἔξω, εἶναι
τοῦ μόνου ἀοράτου καὶ παγκαλεστάτου πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴν ἀφορμὴ ἐκείνη ἡ
ἐξωτερικὴ ὡραιότητα· καὶ πὲς γεμάτος εὐχαρίστησι· «Νὰ τὰ ρυάκια τῆς ἄκτιστης πηγῆς! Νά, οἱ ρανίδες τοῦ
ἀπείρου πελάγους παντὸς ἀγαθοῦ! ὤ, καὶ πόσο χαίρομαι, ὢ εἰς τὰ ἐνδότερά της καρδιᾶς μου,
συλλογιζόμενος τὴν αἰώνια καὶ ἄπειρη τοῦ Κτίστου μου ὡραιότητα, ποὺ εἶναι ἀρχὴ καὶ αἰτία πάσης
κτιστῆς ὡραιότητος! ὤ, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος τὸ ἄφραστον καὶ ἀκατανόητο καὶ ὑπέρκαλο
κάλλος τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν ἀρχὴ κάθε κάλλος».
Ὅταν ἀκούσῃς καμιὰ γλυκειὰ φωνὴ ἡ ἁρμονία ἤχων καὶ τραγουδιῶν, στρέψε τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ πές·
«ὢ ἀρμονία τῶν ἁρμονιῶν, Κύριέ μου! πόσο εὐφραίνομαι στὶς ἄπειρές σου τελειότητες· ἐπειδὴ ὅλες μαζὶ
σοῦ ἀποδίδουν ὑπερουράνια ἁρμονία· καὶ ἑνωμένες ἀκόμη μὲ τοὺς Ἀγγέλους στοὺς οὐρανοὺς καὶ μὲ ὅλα
τὰ κτίσματα, δημιουργοῦν μεγάλη συμφωνία· πότε θὰ ἔλθη, Κύριέ μου, ἡ ὥρα, νὰ ἀκούσω μέσα στὰ ὦτα
τῆς καρδιᾶς μου τὴν γλυκυτάτη φωνή σου νὰ μοῦ πῇς· «σοῦ δίνω τὴν δική μου εἰρήνη· τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὰ
πάθη· διότι ἡ φωνή σου εἶναι εὐχάριστη», σύμφωνα τὸ Ἆσμα (2,14).
Ἂν πάλι μυρίζῃς κανένα ἄρωμα ἢ λουλοῦδι εὐωδιαστό, πέρασε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εὐωδία στὴν κρυμένη
μυρωδιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πές· «Νά, οἱ εὐωδίες τοῦ πανευώδους ἐκείνου ἄνθους καὶ τοῦ ἀκένωτου
ἐκείνου μύρου, τὸ ὁποῖο δόθηκε σὲ ὅλα τὰ κτίσματά του· κατὰ τὸ Ἆσμα ἐγὼ ἄνθος τῆς πεδιάδος, κρίνο τῶν
κοιλάδων (2, 10)· καὶ πάλι· «τὸ ὄνομά σου μύρο ποὺ σκορπιέται» (1,2). Νά, ἡ τῆς πηγαίας εὐωδίας διάδοσις,
ἡ ὁποία ἄφθονα πλημμυρίζει τὶς θεϊκές της πνοές, ἀπὸ τοὺς πάνω καὶ καθαρώτατους Ἀγγέλους, μέχρι τὰ
τελευταῖα κτίσματα καὶ τὰ κάνει ὅλα νὰ εὐωδιάζουν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο (Ἐκκλησ.
Ἱεραρ. κεφ. Δ´)· σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία εὐωδία εἶπε ὁ Ἰσαὰκ στὸ υἱὸ τοῦ Ἰακώβ· «ἡ εὐωδία τοῦ υἱοῦ μου εἶναι
σὰν τοῦ ἀγροῦ, τὴν ὁποία εὐλόγησε ὁ Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, ὅταν τρῷς ἢ πίνῃς, σκέψου πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δίνει σὲ ὅλα τὰ φαγητὰ νοστιμάδα καὶ
μόνο μὲ αὐτὸν εὐχαριστημένος, μπορεῖς νὰ πῇς: «Νὰ χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθὼς ἔξω ἀπὸ τὸν Θεόν
σου δὲν ὑπάρχει καμμία ἀνάπαυσις, ἔτσι ἔξω ἀπὸ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει καὶ καμμία γλυκύτητα ἢ νοστιμάδα·
ὁπότε, σὲ αὐτὸν μόνο μπορεῖς νὰ εὐχαριστιέσαι, καθὼς ὁ Δαβὶδ σὲ παρακινεῖ λέγοντας «Δοκιμάστε καὶ
δεῖτε πόσο καλὸς εἶναι ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Καὶ ὁ Σολομώντας σὲ πληροφορεῖ λέγοντας σχετικὰ μὲ
αὐτό· «ὅτι ὁ καρπὸς του εἶναι γλυκὸς στὸ λαρύγγι μου» (Ἆσμα 2,3).
Ὅταν κινήσῃς τὰ χέρια σου, γιὰ νὰ κάνῃς κανένα ἔργο, σκέψου, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἐκείνου
τοῦ ἔργου καὶ σύ, δὲν εἶσαι ἄλλο, παρὰ ἕνα ζωντανὸ ὄργανό του· στὸν ὁποῖο σηκώνοντας τὸν λογισμό σου,
πὲς ἔτσι: «Πόση εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζω μέσα στὸν ἑαυτό μου, Ὕψιστε Θεὲ τοῦ σύμπαντος! Γιατὶ ἐγὼ
δὲν μπορῶ νὰ κάνω χωρὶς ἐσένα κανένα πρᾶγμα· πράγματι, εἶσαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἀρχικὸς δημιουργὸς
κάθε πράγματος».
Ὅταν βλέπῃς σὲ ἄλλους ἀγαθότητα, σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἄλλες ἀρετές, κάνοντας μὲ τὸ νοῦ σου αὐτὸν
τὸν διαχωρισμό, πὲς στὸν Θεό σου· «Ὦ πλουσιώτατε θησαυρὲ τῆς ἀρετῆς, πόση εἶναι ἡ χαρά μου! διότι ἀπὸ
σένα καὶ διὰ σοῦ μόνου προέρχεται κάθε καλό· καὶ διότι ὅλο τὸ καλό, κατὰ σύγκρισι τῶν θείων σου
τελειοτήτων, εἶναι μηδέν· σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔκανες στὸν
πλησίον μου· ἀλλὰ θυμήσου, Θεέ μου, καὶ τὴ δική μου φτώχεια καὶ τὴν μεγάλη ἀνάγκη ποὺ ἔχω γιὰ τὴν
ἀρετή».
Καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικά, ὅσες φορὲς δῇς στὰ κτίσματα κάποιο πρᾶγμα νὰ σὲ ἀρέσῃ καὶ σὲ εὐχαριστῇ, μὴ
σταματήσῃς σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ πέρασε μὲ τὸν λογισμό σου στὸ Θεὸ καὶ πές· «Ἂν Θεέ μου, τὰ κτίσματά σου
εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο χαροποιά, τόσο ἀρεστά, πόσο ἀράγε ὡραῖος, πόσο χαροποιὸς καὶ γλυκύτατος εἶσαι
ἐσὺ ὁ Κτίστης ὅλων αὐτῶν»!
Ἐὰν λοιπόν, ἀγαπητέ, ἔτσι κάνῃς, μπορεῖς νὰ ἀπολαμβάνῃς τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις σου καὶ
νὰ ἀνεβαίνῃς πάντα ἀπὸ τὰ κτίσματα στὸν Κτίστη, μὲ τρόπο ποὺ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως νὰ σοῦ γίνεται
μία θεολογία καὶ ἀκόμη εὑρισκόμενος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, νὰ φαντάζεσαι ἐκεῖνο τὸν
νοητό. Ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅλος ὁ κόσμος καὶ ὅλη ἡ φύσις, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας νόμος καὶ ἕνα
ὄργανο κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀόρατα βρίσκεται ὁ Δημιουργὸς καὶ τεχνίτης, ἐνεργώντας καὶ δείχνοντας τὴν
τέχνη του καὶ μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ προβάλλει τὶς ἀόρατες καὶ ἀσώματες ἐνέργειες καὶ τελειότητές του
(41).

Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κάποιος ἐναντίον τῆς ἀμελείας.

Γιὰ νὰ μὴ πέσῃς στὴν ἄθλια κακία τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία σοῦ ἐμποδίζῃ τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ σὲ
προδίδει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, πρέπει νὰ ἀποφεύγῃς κάθε περιέργεια καὶ κάθε γήϊνο προσκόλλημα καὶ
κάθε εἴδους ἀσχολία, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν κατάστασί σου. Ἔπειτα πρέπει νὰ βιάσης τὸν ἑαυτό σου, νὰ
ὑπακούης γρήγορα σὲ κάθε καλὴ συμβουλὴ καὶ σὲ κάθε προσταγὴ τῶν προεστώτων καὶ πνευματικῶν σου,
κάνοντας κάθε πρᾶγμα σὲ ἐκεῖνο τὸν χρόνο καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸν τρόπο ποὺ τοὺς ἀρέσει. Σὲ κάθε ἔργο ποὺ
ἔχεις νὰ κάνεις, μὴν ἀργοπορήσῃς ἐντελῶς· γιατὶ ἐκείνη ἡ μικρὴ πρώτη ἀργοπορία φέρνει μαζί της καὶ τὴν
δεύτερη καὶ ἡ δεύτερη τὴν τρίτη καὶ ἡ τρίτη τὶς ὑπόλοιπες, στὶς ὁποῖες παρεκλίνει ἡ αἴσθησις εὐκολώτερα
παρὰ στὴν πρώτη. Ἐπειδὴ καὶ περισσότερο τραβήχθηκε καὶ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, ποὺ δοκίμασε
στὴ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ ὑπόλοιπες ἀργοπορίες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πρᾶξις ἢ ἀρχίζει πολὺ ἀργά, ἢ
ἐγκαταλείπεται ἐντελῶς πολλὲς φορὲς ὡς ἐνοχλητική· καὶ ἔτσι λίγο λίγο γίνεται ἡ συνήθεια τῆς ἀμέλειας,
ἡ ὁποία φτάνει μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ μὲ ἄλλο τρόπο δὲν ἀναγνωρίζεται, παρὰ ἂν ἐμεῖς
ἀφοῦ βαρεθοῦμε πλέον τὴν ἀμέλεια, δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ σὲ ἔργα σημαντικὰ καὶ προσεκτικά. Γιατὶ
ἀπὸ τὴν τελευταία μας αὐτὴ φροντίδα μάθαμε ὅτι σταθήκαμε ἕως τότε πολὺ ἀμελεῖς, μὲ ντροπὴ καὶ
βλάβη τόσων καλῶν ἔργων, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε.
Αὐτὴ ἡ ἀμέλεια τρέχει παντοῦ καὶ μὲ τὸ φαρμάκι της, ὄχι μόνο τὴν θέλησι φαρακώνει καὶ τὴν κάνει νὰ
ἀποστρέφεται κάθε ἐργόχειρο καὶ κάθε πνευματικὸ κόπο καὶ ὑπηρεσία, ἀλλὰ ἀκόμη τυφλώνει καὶ τὸ νοῦ,
γιὰ νὰ μὴ θεωρήσῃ σὲ ποιό παράλογο καὶ κακὸ λογισμὸ στηρίζεται αὐτὴ ἡ θέλησις καὶ γιὰ νὰ μὴν
παρακινήσῃ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρατήρησι, αὐτὴ τὴν θέλησι νὰ φροντίσῃ νὰ τελέσῃ γρήγορα κάθε
ὀφειλόμενη ὑπηρεσία καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήνῃ παντελῶς ἢ νὰ τὴν ἀναβάλλῃ γιὰ ἄλλο χρόνο. Ἐπειδὴ δὲν
εἶναι μόνο ἀρκετὸ τὸ νὰ κάνῃς γρήγορα τὸ ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς καὶ σὲ καιρὸ
κατάλληλο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ποιότητα καὶ τὸ εἶναι ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν φροντίδα ποὺ
ταιριάζει σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ κάθε δυνατὴ τελειότητα. Ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο· «Καταραμένος ὅποιος κάνει
τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλεια» (Ἱερ. 48,10). Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ συμβαίνει, γιατὶ δὲν σκέφτεσαι τὴν
δύναμι ἐκείνου τοῦ καλοῦ ἔργου νὰ τὸ κάνῃς στὸν καιρό του καὶ μὲ γνώμη ἀποφασιστική, γιὰ νὰ νικήσῃς
τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ φέρει ἡ ἀμέλεια στοὺς ἀρχαρίους στρατιῶτας.
Λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ σκέφτεσαι πολλὲς φορὲς ὅτι μία μόνη ἀνύψωσι τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ μία ταπεινὴ
γονυκλιτικὴ μετάνοια στὴ γῆ, ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀξίζει περισσότερο, ἀπὸ
ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ ἀφήνουμε τὴν ἀμέλεια καὶ βιάζουμε τὸν ἑαυτό
μας μὲ ἐπιμελῆ ἔργα, οἱ Ἄγγελοι φέρνουν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕνα στεφάνι ἔνδοξης νίκης· καὶ ὅτι
ἀντίθετα πάλι στοὺς ἀμελεῖς, ὄχι μόνο δὲν δίνει στεφάνια ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παίρνει ἀπὸ αὐτοὺς λίγο λίγο
τὶς χάρες ποὺ ἔχει δοσμένες, ἀφήνοντάς τους νὰ στερηθοῦν καὶ τῆς βασιλείας του γιὰ τὴν ἀμέλειά τους·
γιατὶ ἔχει γραφτεῖ ὅτι· «Οἱ καλεσμένοι στοὺς οὐρανίους γάμους ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν ἄλλος στὸ
χωράφι του καὶ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του» (Ματθ. 22,5).
Αὐξάνει δὲ τὶς χάρες αὐτὲς στοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστὲς τοῦ ἑαυτοῦ τους, κάνοντάς τους νὰ μποῦν μετὰ
ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία του· «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μὲ προσπάθεια καὶ τὴν
κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται» (Ματθ. 11,12).
Ἐὰν ὅμως καὶ ὁ κακὸς λογισμός, πολεμώντας νὰ σὲ ρίξῃ στὴν ἀμέλεια, σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὅτι, γιὰ νὰ
ἀποκτήσῃς μία ἀρετὴ ποὺ ἐπιθυμεῖς, θὰ κοπιάσης πολὺ καὶ γιὰ πολλὲς ἡμέρες, καὶ ὅτι οἱ ἐχθροί σου εἶναι
δυνατοὶ καὶ πολλοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ἕνας καὶ ἀδύνατος, καὶ ὅτι χρειάζεσαι νὰ κάνῃς πολλὲς καὶ μεγάλες
πράξεις γιὰ νὰ τὴν κατορθώσῃς· ἂν λέω, αὐτὰ σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὁ λογισμὸς τῆς ἀμελείας, μὴ τὸν
ἀκούσῃς· ἀλλὰ ἄρχισε νὰ φέρνῃς στὸ νοῦ σου πράξεις σὰν νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς λίγες καὶ σὰν νὰ πρέπῃ νὰ
κοπιάσης λίγο καὶ γιὰ λίγες ἡμέρες· καὶ σὰν νὰ ἔχῃς νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον ἑνὸς ἐχθροῦ μόνο καὶ σὰν νὰ
μὴν ἦταν ἄλλοι νὰ σὲ πολεμήσουν καὶ μὲ μία τόσο μεγάλη ἐλπίδα, σὰν νὰ εἶσαι (ὅπως καὶ εἶσαι), μὲ τὴν
βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἐκείνους. Γιατὶ ἂν κάνῃς ἔτσι, θὰ ἀρχίσῃ νὰ ἐξασθενῇ ἀπὸ σένα ἡ
ἀμέλεια καὶ θὰ ἔχῃς διάθεσι κατόπιν νὰ μπῇ στὴν ψυχή σου λίγο λίγο ἡ ἀντίθετη ἀρετὴ τῆς ἐπιμέλειας.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τὴν προσευχή· γιὰ παράδειγμα, ἂν ὁ καιρὸς τὸ ἀπαιτῇ νὰ κάνῃς μία ὥρα
προσευχὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται σκληρὸ στὴν ἀμέλειά σου, ἄρχισε τὴν προσευχή, σὰν νὰ ἔχῃς νὰ
προσευχηθῇς μισὸ τέταρτο τῆς ὥρας καὶ μετὰ εὔκολα θὰ περάση στὸ ἄλλο μισὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ἄλλο,
κ.τ.λ. Καὶ ἂν καμιὰ φορὰ καταλάβεις στὸ διάστημα αὐτὸ δυσκολία καὶ ἀντίστασι πολὺ πιεστική, ἄφησε γιὰ
τὴν ὥρα τὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντιπαθήσῃς καὶ μετ᾿ ἀπὸ λίγο ξανακάνε πάλι τὴν προσευχὴ ποὺ
ἄφησες· τὸν ἴδιο αὐτὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν ὑπηρεσία σου, ὅταν
συμβαίνῃ νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα, μὲ τὸ νὰ φαίνωνται στὴν ἀμέλειά σου πολλὰ καὶ
δύσκολα, ἐσὺ ταράζεσαι ὁλόκληρος. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχιζε μὲ τὴν καρδιά σου ἥσυχα ἀπὸ τὸ ἕνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες
νὰ κάνῃς ἄλλο. Καὶ ἔτσι ἐνεργώντας μὲ ἐπιμέλεια, θὰ τὰ κάνῃς ὅλα μὲ πολὺ λιγότερο κόπο, ἀπὸ κεῖνον,
ποὺ φαίνονται στὴν ἀμέλειά σου. Γι᾿ αὐτό, ἂν δὲν κάνῃς ἔτσι καὶ ἂν δὲν σκεφθῇς νὰ πολεμήσῃς τὸν κόπο
καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ σοῦ δείχνεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ γιὰ κάθε ἀρετή, θὰ ὑπερισχύσῃ ἡ ἀμέλεια μέσα σου,
ὁπότε ὄχι μόνον ὅταν εἶναι παρὼν ὁ κόπος καὶ ἡ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη, θὰ σὲ κάνῃ νὰ
ἀνυπομονῇς καὶ νὰ φοβᾶσαι, ὅτι θὰ ἔχῃς πάντα κόπους καὶ δυσκολίες καὶ ὅτι θὰ σὲ πειράζουν πάντα οἱ
ἐχθροί σου. Ὁπότε καὶ στὴν ἴδια σου τὴν ἀνάπαυσι, θὰ ἔχῃς ἀπὸ τοὺς λογισμούς σου ἐνόχλησι.
Γνώριζε, δηλαδή, παιδί μου, ὅτι τὸ πάθος τῆς ἀμέλειας μὲ τὸ κρυφό του φαρμάκι, λίγο λίγο σαπίζει, ὄχι
μόνο τὶς πρῶτες καὶ μικρὲς ρίζες, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσουν τὶς συνήθειες τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ
σαπίζει καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ρίζες τῶν καλῶν συνηθειῶν, ποὺ προηγουμένως ἀποκτήθηκαν. Καὶ ὅπως ὁ
σκώληκας τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ πάθος προχωράει, κατατρώγοντας ἀνεπαίσθητα καὶ
καταναλίσκει τὸ νοῦ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτό, γνωρίζει νὰ στήνῃ τὶς παγίδας καὶ τὶς
θηλιὲς ὁ διάβολος σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα, ὅμως, στὶς πνευματικὲς ψυχές, γνωρίζοντας ὅτι εὔκολα
πέφτει στὶς ἐπιθυμίες κάθε ἀργὸς καὶ ἀμελῆς, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Σὲ ἐπιθυμίες βρίκεται κάθε
ἄνεργος» (Παροιμ. 13,4).
Λοιπόν, ἐσὺ νὰ ἀγρυπνᾷς πάντα προσευχόμενος καὶ ἐπιμελούμενος καλὰ ὡς ἀνδρεῖος ἀγωνιστῆς· «χεῖρες
ἀνδρείων, ἐν ἐπιμελείᾳ» (Παροιμ. 13,4). Καὶ μὴ περιμένῃς νὰ ὑφαίνῃς τὸν νυμφικό σου χιτῶνα, ὅταν
πρόκειται νὰ πᾶς ἐκεῖ στολισμένος, γιὰ νὰ συναντήσῃς τὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ θυμήσου κάθε μέρα, ὅτι τὸ
σήμερα εἶναι δικό σου, τὸ αὔριο εἶναι στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἔδωσε τὸ πρωί, δὲν σοῦ
ὑπόσχεται νὰ σοῦ δώσῃ καὶ τὸ βράδυ. Γι᾿ αὐτὸ μὴν ἀκούσῃς τὸν διάβολο, ποὺ σοῦ λέει νὰ τοῦ δώσῃς τὸ
σήμερα καὶ τὸ αὔριο νὰ δώσῃς στὸ Θεό, ὄχι· ἀλλὰ ξόδεψε ὅλες τὶς στιγὲς τῶν ὡρῶν τῆς ζωῆς σου, καθὼς
ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ σοῦ δοθῆ πλέον ἄλλος καιρός. Καὶ λογάριαζε, ὅτι, γιὰ κάθε
στιγμή, θὰ δώσῃς ἀκριβέστατο λογαριασμὸ ἐπειδὴ πολύτιμος εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ καιρός, ποὺ ἔχεις στὰ
χέρια καὶ θὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ τὸν ζητήσῃς καὶ νὰ μὴ τὸν βρῇς.
Νόμιζε ἀκόμη σὰν χαμένη ἐκείνη τὴν ἡμέρα (ἂν καὶ νὰ ἔκανες πολλὰ ἄλλα ἔργα), στὴν ὁποία δὲν
ἀπόκτησες πολλὲς νίκες κατὰ τῶν κακῶν σου κλίσεων καὶ θελημάτων καὶ κατὰ τὴν ὁποία δὲν
εὐχαρίστησες τὸν Θεό, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε, καὶ μάλιστα γιὰ τὸ βασανιστικό του
πάθους, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα ὑπέφερε· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πατρικὴ γλυκειὰ ἐκπαίδευσι τῶν θλίψεων ποὺ
πρόκειται νὰ σοῦ στείλη καμμία φορά. Τελειώνοντας καὶ σοῦ παραγγέλλω· «ἀγωνίσου πάντα τὸν καλὸ
ἀγῶνα» (Α´ Τιμ. 6,12), γιατὶ πολλὲς φορὲς μία μόνον ὥρα ἐπιμελείας, κέρδισε τὸν παράδεισο καὶ γιὰ μία
ὥρα ἀμελείας, τὸν ἔχασε. Καὶ γίνε ἐπιμελής, ἂν θέλῃς νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου πρὸς
Θεό· «ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅλα θὰ τὰ ἔχῃ ἄφθονα» (Παροιμ. 28,25)(37).

Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κανεὶς κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν.

Ἐναντίον τῶν σαρκικῶν παθῶν θὰ πολεμᾷς, ἀδελφέ, μὲ ξεχωριστὸ καὶ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς
ἄλλους. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ πολεμᾷς μὲ τὴν τάξι, πρέπει νὰ σκέφτεσαι ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι καὶ
τρεῖς πόλεμοι· πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, στὸ καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός.
Ὁ πόλεμος πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ θὰ εἶναι, κατὰ τῶν αἰτιῶν, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ αὐτοῦ τοῦ
πειρασμοῦ· δηλαδή, πρῶτα, ἐσὺ πρέπει νὰ πολεμᾷς κατὰ αὐτοῦ τοῦ πάθους· ὄχι ἀντιστεκόμενος σ᾿ αὐτό,
ὅπως σου εἶπα νὰ κάνῃς στὰ ἄλλα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντας μὲ ὅλη σου τὴ δύναμι ἀπὸ κάθε εἴδους
ἀφορμὴ καὶ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο σοῦ προξενεῖ πειρασμὸ στὴ σάρκα. Καί, ἐὰν καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ
μιλήσῃς μὲ κανένα τέτοιον, μίλησε μὲ συντομία καὶ μὲ πρόσωπο σεμνὸ καὶ σοβαρό· μάλιστα, τὰ λόγια σου,
ἂς ἔχουν κάποια σκληρότητα περισσότερη, παρὰ γλυκύτητα.
«Μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἐχθρό σου ποτέ», λέγει ὁ Σειρὰχ (12,11). Καὶ σύ, μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ποτὲ
στὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ, καθὼς ὁ χαλκὸς γεννάει ἀπὸ μόνος του τὴν σκουριὰ ἔτσι καὶ ἡ διεφθαρμένη φύσις
σου γεννᾷ ἀπὸ μόνη της τὴν κακία· «ὅπως ὁ χαλκὸς σκουριάζει, ἔστι καὶ κακία του» (αὐτόθι)· μὴν ἔχῃς
ἐμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν μπορῇ νὰ εἰπωθῇ ἔτσι ὅτι καὶ ἐσὺ δὲν αἰσθάνεσαι, οὔτε
ἀκόμη αἰσθανθῇς τόσο καιρὸ τὶς αἰχμὲς τῆς σάρκας· διότι αὐτὴ ἡ κατηραμένη κακία, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔκανε
σὲ πολλοὺς χρόνους, τὸ κάνει σὲ μία ὥρα καὶ πολλὲς φορὲς κάνει τὶς ἑτοιμασίες της κρυφὰ καὶ ὅσο
περισσότερο κάνει τὸν φίλο καὶ δίνει λιγωτέρο ὑποψία γιὰ αὐτή, τόσο περισσότερο βλάπτει καὶ
ἀθεράπευτα πληγώνει (33).
Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορὲς πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς περισσότερο (καθὼς ἡ πεῖρα τὸ ἀπέδειξε καὶ τὸ
ἀποδεικνύει), ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νομίζει εὔλογο νὰ συναναστρέφεσαι ἢ γιατὶ εἶναι
συγγενεῖς του ἢ γιατὶ εἶναι εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετα (34) ἢ γιατὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κρίνει σὰν
ὑποχρέωσι νὰ τὰ συχνοχαιρετᾶ. Διότι μὲ τὴν ἀπερίσκεπτη αὐτὴ συναναστροφή, ἀνακατώνεται ἡ
φαρμακερὴ εὐχαρίστησις τῆς αἰσθήσεως, ὥστε ἀνεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνᾷ ὡς καὶ στὸ νοῦ τῆς ψυχῆς
καὶ σκοτεινιάζει τόσο τὴ λογική, μὲ τρόπο, ποὺ ἀρχίζουν ὕστερα νὰ μὴν ὑπολογίζουν καθόλου τὰ
ἐπικίνδυνα αἴτια τῆς ἁμαρτίας· δηλαδή, τὰ ἐρωτικὰ βλέμματα, τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ ἕνα καὶ τοῦ ἄλλου
μέρους· τὶς ἄσεμνες κινήσεις καὶ μορφασμούς· τὰ πιασίματα τῶν χεριῶν καὶ ἔπειτα καταντοῦν νὰ πέσουν
ἢ στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἁμαρτία ἢ στὰ ἄλλα διαβολικὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύσκολα μποροῦν νὰ
ἐλευθερωθοῦν.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει, ἀδελφέ, νὰ ἀποφεύγῃς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶσαι πανὶ καὶ μὴν ξεθαρρέψης ποτὲ ὅτι εἶσαι
στουπὶ βρεγμένο καὶ καλὰ γεμάτο ἀπὸ νερὸ καλῆς καὶ δυνατῆς θελήσεως· ὄχι· ἀλλὰ πὼς εἶσαι στουπὶ ξερὸ
καὶ ἀμέσως πλησιάζοντας τὴ φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Σαμψών,
ὅτι «ἔσπασε τὰ νεῦρα ὅπως σπάει ἡ κλωστὴ τοῦ στουπιοῦ, ὅταν πλησιάση στὴ φωτιά» (Κρίτ. 16,9), οὔτε νὰ
λογαριάσης ὅτι ἔχεις σταθερὴ ἀπόφασι καὶ προθυμία καλύτερα νὰ πεθάνης παρὰ νὰ λυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ
τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν συχνὴ συναναστροφὴ καὶ
τὸ θέαμα, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν θερμότητά της ξηραίνει λίγο λίγο τὸ νερὸ τῆς καλῆς σου θελήσεως καὶ
ἀνέλπιστα, τόσο θὰ προσκολληθῇς στὸ διαβολικὸ ἔρωτα, ὥστε νὰ μὴν ντραπῆς τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε νὰ
σεβασθῇς συγγένεια ἢ φιλία, οὔτε νὰ φοβηθῇς τὸν Θεό, οὔτε νὰ ὑπολογίσῃς τὴν τιμή, οὔτε τὴν ζωή, οὔτε
τὶς τιμωρίες ὅλες τῆς κολάσεως· ἀλλὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό, φεῦγε, φεῦγε ὅσο μπορεῖς.
Α´. Ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς τῶν προσώπων ποὺ σκανδαλίζουν, ἂν ἀληθινὰ δὲν θέλῃς νὰ πιασθῇς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία καὶ νὰ θανατωθῇς (35)
Β´. Ἀπόφευγε τὴν ἀνεργία καὶ ὀκνηρία καὶ στάσου ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ τὰ
ἔργα, ποὺ ταιριάζουν στὴ στάσι σου.
Γ. Μὴν παρακούσῃς ποτέ σου, ἀλλὰ ὑποτάξου εὔκολα στοὺς προεστῶτες καὶ Πνευματικούς σου Πατέρες,
κάνοντας μὲ προθυμία καὶ γρήγορα ἐκεῖνα ποὺ σὲ προστάζουν καὶ μάλιστα, ἐκεῖνα ποὺ σὲ ταπεινώνουν
καὶ εἶναι ἀντίθετα τῆς θελήσεώς σου καὶ τῆς φυσικῆς σου κλίσεως.
Δ´. Μὴ κάνῃς ποτὲ κρίσι ἀλαζονικὴ γιὰ τὸν πλησίον σου· δηλαδή, μὴν τὸν κατακρίνῃς καὶ μάλιστα, γι᾿
αὐτὴν τὴν ἴδια σαρκικὴ ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἂν καὶ εἶναι φανερὰ πεσμένος σὲ αὐτήν, ἀλλὰ
συμπάθησέ τον καὶ μὴν ἀγανακτήσῃς ἐναντίον του, οὔτε νὰ τὸν κοροϊδέψης, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά
του, ταπεινώσου ἐσὺ καὶ γνώρισε τὸν ἑαυτό σου, ὅτι εἶσαι ἀσθενὴς καὶ σκόνη καὶ στάχτη λέγοντας· ἐκεῖνος
ἔπεσε σήμερα, ἐγὼ θὰ πέσω αὔριο. Γιατὶ, ἂν σὺ εὔκολα κρίνεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς καταφρονεῖς, ὁ Θεὸς
παραδειγματικὰ θὰ σὲ ἐκπαιδεύσῃ, παραχωρώντας νὰ πέσῃς κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἐλάττωμα. «Νὰ μὴν κρίνετε,
λέγει, καὶ δὲν θὰ κριθῆτε» (Ματθ.)· γιὰ νὰ γνωρίσῃς μὲ τὸ πέσιμό σου τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ νὰ
ταπεινωθῇς καὶ ἔτσι νὰ ζητήσῃς θεραπεία καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ γιὰ τὴν
πορνεία σου. Ἐὰν ὅμως καὶ σὲ φυλάξη ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃς, οὔτε ἀλλάξεις λογισμό, ὅμως πάλι μὴ δώσῃς
ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντα νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ἀμφιβάλῃς γιὰ τὴ στάσι σου.
Ε´. Πρόσεχε καλά, ἐὰν ἀπόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκὸ ἢ βρίσκεσαι σὲ καλὴ κατάστασι, νὰ μὴ βάλῃς στὸ
λογισμό σου κάποια περιττὴ ἰδέα καὶ φαντασία, πὼς εἶσαι κάποιος καὶ πὼς οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ σὲ
πολεμήσουν πιά, μὲ τὸ νὰ φαίνεσαι ὅτι πρὸς τὸ παρὸν τοὺς μισεῖς καὶ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Γιατὶ, ἂν σὲ
αὐτὸ εἶσαι ἀπροφύλακτος, εὔκολα θὰ πέσῃς.
Αὐτά, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ φυλάξης πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ σαρκικοῦ πάθους.
Στὸν καιρὸ ὅμως τοῦ πειρασμοῦ, πρέπει νὰ σκεφθῇς ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ πόλεμος· ἀπὸ ἐσωτερικὴ
αἰτία, ἢ ἀπὸ ἐξωτερική. Ἐξωτερικὴ αἰτία εἶναι ἡ περιέργεια τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ γλυκὰ στὴν ἀκοὴ λόγια καὶ
τραγούδια· ἡ ἁπαλότητα καὶ ὁ στολισμὸς τῶν φορεμάτων, τὰ εὐωδιαστὰ μυριστικὰ τῆς ὀσφρήσεως· οἱ
συνομιλίες καὶ οἱ κινήσεις καὶ τὰ πιασίματα, ποὺ παρακινοῦν στὴν ἁμαρτία αὐτή· ἡ θεραπεία σὲ αὐτὰ τὰ
ἀπαντήματα εἶναι· ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινότητα τῶν φορεμάτων, τὸ νὰ μὴ θέλῃς οὔτε νὰ δῇς, οὔτε νὰ
ἀκούσῃς, οὔτε νὰ μυρίσῃς, οὔτε νὰ μιλήσῃς ἢ νὰ πιάσης ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ παρακινοῦν σὲ αὐτὴ τὴν κακία
καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀποφυγὴ τῆς συναναστροφῆς, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἡ ἐσωτερικὴ αἰτία προέρχεται
ἢ ἀπὸ τὴν καλοζωία τοῦ σώματος ἢ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς κακές μας
συνήθειες καὶ τὰ πάθη ἢ ἀπὸ τὴν παρακίνησι τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἡ μὲν καλοζωία τοῦ σώματος, πρέπει νὰ σκληραγωγῆται μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες καὶ
μάλιστα γονυκλισίες καὶ ἄλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες· καθὼς ἐξηγεῖ ἡ διάκρισις καὶ ἡ διδασκαλία τῶν
θείων Πατέρων τῶν δὲ λογισμῶν, ἀπὸ ὅπου κι ἂν προέρχωνται, οἱ θεραπεῖες εἶναι αὐτές· τὸ νὰ ἀσχολῆσαι
μὲ διάφορα γυμνάσματα, ἁρμόδια γιὰ τὴν κατάστασί σου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἱερῶν βιβλίων,
καὶ μάλιστα, τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τῆς Κλίμακας, τοῦ Εὐεργετινοῦ, τῆς Φιλοκαλίας καὶ ἄλλων παρόμοιων, ἡ
μελέτη καὶ ἡ προσευχή· ἡ ὁποία ἂς γίνεται ἔτσι. Ὅταν ἀρχίσουν αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ τῆς πορνείας νὰ σὲ
ἐνοχλοῦν, ἀμέσως θυμίσου μὲ τὸν νοῦ σου τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς λέγε· «Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ
μου γλυκύτατε, βοήθησέ με γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐχθρό». Καὶ κάποιες φορὲς
ἀγκαλιάζοντας (νοερά, ἢ αἰσθητά, ἂν εἶναι παρών), τὸν σταυρὸ στὸν ὁποῖο κρέμεται ὁ Κύριός σου,
ἀσπάσου πολλὲς φορὲς τὶς πληγές του, λέγοντας μὲ ἀγάπη· «ὡραιότατες πληγές, πληγὲς ἁγιώτατες
πληγὲς ἁγνότατες, πληγώσατε αὐτὴν τὴν ἀθλία καὶ ἀκάθαρτη καρδιά μου καὶ ἐμποδίστε με ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς
βλάψω».
Ἡ δὲ θεραπεία σου κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ πληθαίνουν οἱ λογισμοὶ τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἂς μὴ
γίνεται κατ᾿ εὐθεῖαν ἐναντίον αὐτῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ μερικὰ βιβλία γράφουν ἔτσι (ὅπως εἶναι τὸ νὰ
σκεφθῇς τὴν βρῶμα καὶ τὴν ἀηδία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς· τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ποὺ θὰ σοῦ
προξενήσῃ, τὶς πίκρες ποὺ ἀκολουθοῦν, τοὺς κινδύνους, τὴν φθορὰ τῆς περιουσίας καὶ τῆς παρθενίας σου,
τὴν κατηγορία τῆς τιμῆς καὶ ἄλλα παρόμοια)· ἡ μελέτη σου λέω, ἂς μὴν γίνεται σὲ αὐτά, γιατὶ αὐτὴ ἡ
φροντίδα δὲν εἶναι πάντα μέσο ἀσφαλές, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό τῆς σάρκας· μάλιστα μπορεῖ νὰ
προξενήσῃ βλάβη. Γιατὶ ἂν καὶ ὁ νοῦς ἀποβάλῃ τοὺς λογισμοὺς προσωρινὰ μὲ τὴν παρόμοια μελέτη, ὅμως
μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐμπαθής, ὅταν τὰ μελετᾷ αὐτά, ἀποτυπώνει καλύτερα τὴν εὐχαρίστησι καὶ
εὐχαριστιέται καὶ συγκατατίθεται σὲ αὐτή. Ὁπότε ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν εἶναι, τὸ νὰ
ἀποφεύγουμε πάντα, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο (ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐναντίον τους),
ποὺ μᾶς τὶς ὑπενθυμίζει. Γι᾿ αὐτό, ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι σὲ ἄλλα· δηλαδή, στὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ
ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, στὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, στὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ στὰ
διάφορα εἴδη τῆς κολάσεως.
Ἐὰν ὅμως καὶ οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ λογισμοὶ σὲ πολεμοῦνε περισσότερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο (ὅπως αὐτὸ
συμβαίνει), μὴ δειλιάσης γι᾿ αὐτό, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὴν μελέτη τῶν παραπάνω, γιὰ νὰ στραφῆς σ᾿ αὐτούς,
γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθῇς, ὄχι, ἀλλὰ ἀκολούθησε ὅσο περισσότερο συνοπτικὰ μπορεῖς, τὴν μελέτη σου αὐτή,
μὴ φροντίζοντας ἐντελῶς γιὰ τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, σὰν νὰ μὴν ἦταν δικοί σου. Γιατὶ, δὲν ὑπάρχει
καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σ᾿ αὐτούς, ἂν καὶ συνεχῶς σὲ πολεμοῦν, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς καταφρονῇς
καὶ νὰ μὴ θέλῃς καθόλου νὰ τοὺς θυμηθῇς· μετὰ ἀπὸ αὐτά, θὰ τελειώσῃς τὴν ἐνασχόλησί σου, μὲ αὐτὴν (ἢ
παρόμοια δέησι).
«Ἐλευθέρωσέ με, πλάστη μου καὶ λυτρωτά μου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, στὴν τιμὴ τοῦ πάθους σου καὶ τῆς
ἀνείπωτής σου ἀγαθότητας». Καὶ μὴ στρέψης τὸ νοῦ σου στὴ σαρκικὴ αὐτὴ κακία. Γιατὶ καὶ μοναχή της ἡ
ἐνθύμησί της, δὲν εἶναι χωρὶς κίνδυνο. Ἀλλά, οὔτε νὰ στέκεσαι νὰ συνομιλῇς μὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ καὶ
νὰ ἐρευνᾷς τὸν ἑαυτό σου ἂν συγκατατέθηκες σ᾿αὐτὲς ἢ ὄχι. Γιατὶ, αὐτὴ ἡ ἔρευνα, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι
εἶναι καλή, ὅμως στ᾿ ἀλήθεια εἶναι μία πλάνη τοῦ διαβόλου ἢ γιὰ νὰ σὲ ἐνοχλῇ καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ
ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ μικροψυχήσῃς ἢ γιὰ νὰ σὲ κρατάη πάντα μπλεγμένο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς καὶ
ἀπὸ αὐτοὺς νὰ σὲ κάνει νὰ πέσῃς καὶ σὲ αὐτὴ ἢ ἄλλη ἁμαρτία.
Γι᾿ αὐτό, σὲ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ (ὅταν ἡ συγκατάθεσις δὲν εἶναι φανερή) εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ τὸ ὁμολογήσῃς
αὐτὸ μὲ συντομία στὸν πνευματικό σου, ἔχοντας ἀναπαύσει τὴν γνώμη σου, χωρὶς νὰ σκέφτεσαι πλέον
τίποτα. Καὶ φανέρωσέ του ἀληθινὰ κάθε σου λογισμὸ σχετικὰ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ σὲ κρατάη ποτὲ καμμία
συστολὴ ἢ ντροπή. Γιατὶ, ἂν μὲ ὅλους μας τοὺς ἐχθροὺς χρειαζώμαστε τὴν δύναμι τῆς ταπεινώσεως γιὰ νὰ
τοὺς νικήσουμε, πόσο μᾶλλον τὴν χρειαζόμαστε στὸ σαρκικὸ αὐτὸ πόλεμο, περισσότερο παρὰ σὲ κάτι
ἄλλο. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἡ κακία εἶναι σχεδὸν πάντα ποινὴ καὶ ἐπακόλουθο καὶ βλάστημα τῆς
ὑπερηφάνειας (36). Ἔπειτα, ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός, ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ κάνῃς εἶναι αὐτό· ὅσο καὶ ἂν
σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς σάρκας καὶ γιὰ ὅλα βέβαιος, πρέπει ὅμως νὰ
στέκεσαι μὲ τὸ νοῦ μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔγιναν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ·
καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι πρέπει νὰ τὰ συναναστρέφεσαι, γιατὶ εἶναι συγγενῆ ἢ ἐνάρετα ἢ καὶ εὐεργέτες σου·
γιατὶ καὶ αὐτὴ εἶναι μία πλάνη τῆς κακῆς φύσεως καὶ παγίδα τοῦ πανούργου μας ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ
μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ μᾶς βάλει στὸ σκοτάδι ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Β´ Κορινθ. 11,14).
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>