Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Οσίου πατρός Νικολάου, διήγησης ωφέλιμη όταν ήταν στρατιώτης.





Ο Όσιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου (802- 811) και ήταν στρατιώτης. Όταν λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε να πολεμήσει του Βούλγαρους, ακολούθησε κι εκείνος το στράτευμα. 

Διαβαίνοντας απο ενα τόπο, τον βρήκε η νύχτα. Πήγε να κοιμηθεί σ' ένα πανδοχείο. Αφού δείπνησε μαζί με τον πανδοχέα, αποσύρθηκε. Προσευχήθηκε και πλάγιασε να κοιμηθεί. 

Γύρω στην δεύτερη με τρίτη φυλακή της νύχτας (μέτρο υπολογισμού της ώρας·τρίτη βάρδια φύλαξης για τους στρατιώτες), η κόρη του πανδοχέα, αιχμαλωτισμένη απο σατανικό έρωτα για το Νικόλαο, πήγε και ξύπνησε τον δίκαιο, παρακινώντας τον σε σαρκική ένωση μαζί της. 


Αλλά ο Άγιος της λέει: 

- Συγκράτησε, γυναίκα, το σατανικό και άνομο έρωτα σου! Μη θελήσεις και την παρθενία σου να μολύνεις κι εμένα τον ταλαίπωρο να ρίξεις στα βάθη του άδη. 

Η κόρη έφυγε προσωρινά, αλλά μετά απο λίγο ήρθε κι ενοχλούσε πάλι τον άγιο. Εκείνος τη μάλωσε τώρα αυστηρά πρίν τη διώξει. Απομακρύνθηκε ξανά η νέα. Μεθυσμένη όμως, καθώς ήταν, απο τον έρωτα, δεν άργησε να επιστρέψει κοντά του. Της λέει τότε ο άγιος: 

- Ταλαίπωρη! Αδιάντροπη! Αναιδέστατη! Δε βλέπης που σε χορεύουν οι δαίμονες, για να καταστρέψουν την παρθενία σου και να ρίξουν την ψυχή σου στην κόλαση, αφού πρώτα σε γελοιοποιήσουν και σε εξεφτελίσουν στους συγγενείς σου και σ' όλο τον κόσμο; Δε βλέπεις οτι κι εγώ, ο τιποτένιος, πορεύομαι, με το Θεό βοηθό, σε έθνη βάρβαρα, σε πολέμους κι αιματοχυσίες; Πώς λοιπόν να μολύνω τη σάρκα μου, πηγαινοντας σε πόλεμο; Αυτά και άλλα παρόμοια της είπε και την έδιωξε. Ύστερα σηκώθηκε, προσευχήθηκε και αναχώρησε. 

Τη νύχτα όμως, όταν κοιμήθηκε, είδε σε όνειρο πως στεκοταν σ' έναν ωραίο τόπο. Κοντά του καθόταν κάποιος δυνάστης, με το δεξί του πόδι βαλμένο πάνω στ' αριστερό, που στράφηκε και του είπε: 

- Βλέπεις τα στρατεύματα και των δυό παρατάξεων; 

- Ναί, Κύριε, αποκρίθηκε ο Νικόλαος. Βλέπω τους Ρωμαίους ( Ρωμαίοι και Ρωμιοί ονομάζονταν όλοι οι πολίτες της χριστιανικής οικουμένης, της Ρωμανίας· εδώ αναφέρη τους Βυζαντινούς) να μακελλεύουν τους Βούλγαρους. 

Τότε ο δυνάστης εκείνος λέει στον άγιο: 

- Κοίταξε με! 

Στράφηκε και τον κοίταξε. Είδε τότε ν' αλλάζει την θέση των ποδιών του. Κατέβασε στη γή το δεξί και πάνω σ' αυτό έβαλε τ' αριστερό. Σαν έγινε αυτό, ο άγιος έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πεδίο της μάχης. Και τι να δεί! Οι εχθροί πετσόκοβαν αλύπητα τους Ρωμαίους. 

Μόλις σταμήτησε η σφαγή, ο δυνάστης λέει στον στρατιώτη: 

- Παρατήρησε προσεκτικά τον τόπο της σφαγής και πες μου τι βλέπεις. 

Ο άγιος κοίταξε με προσοχή, και είδε όλον τον τόπο όσο έπιανε το μάτι του, γεμάτο νεκρά σώματα. Ανάμεσα τους όμως ήταν ένα καθαρό κομμάτι γής, όσο ένα κρεβάτι, καλυμμένο με καταπράσινο χορτάρι. 
- ΄Κύριε, λέει στο δυνάστη, όλος ο τόπος είναι γεμάτος με τα πτώματα των Ρωμαίων, εκτός απο ένα τμήμα γής, όσο ένα κρεβάτι. 

- Και τι νομίζεις πως είν' αυτό; 

- Άμαθος είμαι, Κύριε, και δεν ξέρω. 

- Δικό σου είν' αυτό το πράσινο κομμάτι γής, που βλέπεις να' χει μάκρος μιάς κλίνης. Ήταν να σφαχτείς κι εσυ μαζί με τους συμπολεμιστές σου και να πέσεις εκεί, πιάνοντας τον τόπο που βλέπεις άδειο. Επειδή όμως την περασμένη νύχτα αποδίωξες με σύνεση το τρίσδολο φίδι, που τρείς φορές σου ρίχτηκε για να σε θανατώσει, να, έσωσες έτσι ο ίδιος τον εαυτό σου απ' αυτή τη σφαγή. Φυλάγοντας την κλίνη σου αμίαντη, έσωσες και την ψυχή και τη ζωή σου. Λοιπόν, ούτε ο θάνατος ψυχικός θα σε βρεί ποτέ, αν με υπηρετήσεις γνήσια. 

Ο Νικόλαος ξύπνησε γεμάτος έκπληξη και τρόμο γι' αυτά που είδε στον ύπνο του. Σηκώθηκε και ρίχτηκε στην προσευχή. Έπειτα άφησε τον υπόλοιπο στρατό και γύρισε πίσω. Αφού περπάτησε μιάς μέρας δρόμο, ανέβηκε σ' ένα βουνό κι άρχισε πάλι να προσεύχεται, παρακαλώντας το Θεό για το στρατό των Ρωμαίων. 

Στο μεταξύ ο βασιλιάς Νικηφόρος μπήκε στις κλεισούρες της Βουλγαρίας. Οι Βούλγαροι τότε ανέβηκαν στο βουνό, αφήνοντας για φύλαξη του τόπου λίγο μόνο στρατό, δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες πάνω - κάτω, που οι Ρωμαίοι τους κατάκοψαν. 

Μετά απ' αυτή την επιτυχία όμως οι Ρωμαίοι το πήραν επάνω τους κι έγιναν απρόσεχτοι. Προχωρούσαν λοιπόν μέσα στη χώρα χωρίς προφυλάξεις. Ξαφνικά όρμησαν εναντίον τους οι Βούλγαροι, και κατακρεούργησαν ολόκληρο σχεδόν το στράτευμα μαζί με το βασιλία Νικηφόρο. 

Θυμήθηκε τότε ο άγιος την οπτασία του, ευχαρίστησε το Θεό κι έφυγε απο κεί κλαίγοντας και θρηνώντας. Πήγε κατευθείαν σ' ένα μοναστήρι, όπου πήρε το άγιο μοναχικό σχήμα, κι έγινε μεγάλος και διακριτικότατος γέροντας, δουλεύοντας γνήσια στο Θεό αρκετά χρόνια. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

<< Αποφθέγματα >>