Από μικρό παιδί ο Γέροντας αγαπούσε την ασκητική ζωή. «Μ’ ευχαριστούσε» έλεγε, «να φεύγω από το σπίτι μου και να βγαίνω έξω στα βουνά˙ εύρισκα σπηλιές και μέσα κεί προσευχόμουν...»
Όταν κάποτε είχε αρρωστήσει με σοβαρό κρυολόγημα, από
θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους έγινε καλά. «Είχαμε μια μικρή ασημένια εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους έως 600 ετών», έλεγε για το περιστατικό αυτό ο Γέροντας, «η μητέρα μου έκανε πολλή προσευχή και μετάνοιες παρακαλώντας τον Άγιο να γίνω καλά.
Τότε είδα ένα χέρι ιερέως να περνάει από πάνω από το κεφάλι μου και να με σταυρώνει στο στήθος... ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος... και αμέσως είχα γίνει καλά». Κι άλλη φορά πάλι που έπαθε σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, παρακαλώντας ο ίδιος – μικρό παιδί τότε – την Παναγία είχε θεραπευτεί.
Συχνά επισκεπτόταν τα εξωκλήσια του χωριού του και κυρίως της Αγίας Παρασκευής. Εκεί συχνά έβλεπε την Αγία, ως μοναχή. Ένα βράδυ μάλιστα του είχε πει πως στη ζωή του θα δει δόξες και τιμές πολλές και πώς το χρυσάφι θα περνάει από τα χέρια του χωρίς να τον αγγίζει.
Ο μικρός Ιάκωβος στις προσευχές του δεν ξεχνούσε τους συγχωριανούς του. Πολλές φορές μάλιστα με τις παιδικές προσευχές του θαυματουργούσε, κάνοντας καλά δηλαδή ανθρώπους ασθενείς.
Είκοσι δύο ετών ο πατήρ Ιάκωβος έχασε τη μητέρα του που πολύ την αγαπούσε. «Παιδί μου Ιάκωβε» του είχε πει, «εγώ μετά τρεις μέρες θα φύγω…θα πεθάνω…εσύ παπάς να γίνεις…προστάτεψε την αδελφή σου, αποκατάστησε την και μετά πηγαίνεις…με την ευχή μου!»
Στα τριάντα του χρόνια ο νεαρός Ιάκωβος αποφάσισε να γίναι μοναζός στους Αγίους Τόπους. Πριν ξεκινήσει όμως θέλησε να ζητήσει την ευλογία και τη βοήθεια του Όσιου Δαβίδ για αυτό και επισκέφτηκε το μοναστήρι του. Μόλις πλησίασε τα είδε όλα αλλαγμένα και μεγαλόπρεπα. Έξω από τη μονή τον περίμενε ο Όσιος Δαβίδ, ως ένας σεβάσμιος Γέροντας. «Παιδί μου» του είπε «αυτά που βλέπεις είναι η πολιτεία των ασκητών…αν έμενες εδώ θα σου έδινα ένα σπιτάκι αλλά εσύ ήλθες να προσκυνήσεις και να φύγεις.» ¨Γέροντα θα μείνω» είπε. Και έμεινε.
Η κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι ήταν δύσκολη. Ο θεός δοκιμάζει τους ανθρώπους του κάποτε «σκληρά» και «ισόβια». Όταν μάλιστα κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και ακινητοποιήθηκε στο κρεβάτι παρακάλεσε τον Άγιο Δαβίδ να τον βοηθήσει. Έτσι και έγινε. «ένιωσα τότε» ομολογούσε ο Γέροντας «να με ακουμπάει η γέρικη πλάτη ιερέως» Ήταν ο Όσιος. Άλλοτε πάλι τον είχαν γιατρέψει από κατάγματα οι Άγιοι Ανάργυροι τους οποίους ο Γέροντας είχε δει να τον επισκέπτονται και να τον θεραπεύουν.
Πολύ αγαπούσε ο Γέροντας την άσκηση. Ακόμη και τα βράδια μέσα στο πυκνό σκοτάδι πήγαινε στο ασκητήριο του όσιου Δαβίδ και προσευχόταν. Επέστρεφε δε σχεδόν το πρωί. «ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και μου φώτιζε το μονοπάτι μπροστά μου» έλεγε ο Γέροντας «εκεί - πνευματικώ τω τρόπω - με περίμενε ο Όσιος».
Το Δεκέμβριο του 1952 ο πατήρ Ιάκωβος έγινε ιερέας. Αρχίζοντας την ιερατική του ζωή ο Γέροντας στο μοναστήρι τελούσε τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα. «έτσι» έλεγε «κοινωνώντας καθημερινά ένιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που ήμουν σαν λιοντάρι…όλη την μέρα ούτε πεινούσα ούτε διψούσα…και έτσι εργαζόμουν ακούραστος για την ανοικοδόμηση της μονής.»
Συχνά πήγαινε και στα χωριά. Εξομολογούσε του κατοίκους λειτουργούσε και βοηθούσε όσο μπορούσε τους άπορους αδελφούς του. Άδειαζε τα χέρια του και ο Θεός του τα γέμιζε ξανά. Το χρυσάφι περνούσε από τα χέρια του όπως κάποτε του το είχε πει η Αγία Παρασκευή αλλά δεν έμενε. Γινόταν αγάπη, γινόταν χαρά, ανακούφιση, παρηγοριά, φροντίδα, τρόφιμα, φάρμακα…
Κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και τον έβαλαν στο νοσοκομείο για εγχείρηση. Ο Γέροντας παρακαλούσε τους δύο αγαπημένους του Αγίους, Όσιο Δαβίδ και Όσιο Ιωάννη τον Ρώσο να τον βοηθήσουν όπως και έγινε. «ήταν να φύγεις σήμερα» του είπαν μετά την εγχείρηση, αλλά τον άφησαν «για την αύριο»
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ
Τότε είδα ένα χέρι ιερέως να περνάει από πάνω από το κεφάλι μου και να με σταυρώνει στο στήθος... ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος... και αμέσως είχα γίνει καλά». Κι άλλη φορά πάλι που έπαθε σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, παρακαλώντας ο ίδιος – μικρό παιδί τότε – την Παναγία είχε θεραπευτεί.
Συχνά επισκεπτόταν τα εξωκλήσια του χωριού του και κυρίως της Αγίας Παρασκευής. Εκεί συχνά έβλεπε την Αγία, ως μοναχή. Ένα βράδυ μάλιστα του είχε πει πως στη ζωή του θα δει δόξες και τιμές πολλές και πώς το χρυσάφι θα περνάει από τα χέρια του χωρίς να τον αγγίζει.
Ο μικρός Ιάκωβος στις προσευχές του δεν ξεχνούσε τους συγχωριανούς του. Πολλές φορές μάλιστα με τις παιδικές προσευχές του θαυματουργούσε, κάνοντας καλά δηλαδή ανθρώπους ασθενείς.
Είκοσι δύο ετών ο πατήρ Ιάκωβος έχασε τη μητέρα του που πολύ την αγαπούσε. «Παιδί μου Ιάκωβε» του είχε πει, «εγώ μετά τρεις μέρες θα φύγω…θα πεθάνω…εσύ παπάς να γίνεις…προστάτεψε την αδελφή σου, αποκατάστησε την και μετά πηγαίνεις…με την ευχή μου!»
Στα τριάντα του χρόνια ο νεαρός Ιάκωβος αποφάσισε να γίναι μοναζός στους Αγίους Τόπους. Πριν ξεκινήσει όμως θέλησε να ζητήσει την ευλογία και τη βοήθεια του Όσιου Δαβίδ για αυτό και επισκέφτηκε το μοναστήρι του. Μόλις πλησίασε τα είδε όλα αλλαγμένα και μεγαλόπρεπα. Έξω από τη μονή τον περίμενε ο Όσιος Δαβίδ, ως ένας σεβάσμιος Γέροντας. «Παιδί μου» του είπε «αυτά που βλέπεις είναι η πολιτεία των ασκητών…αν έμενες εδώ θα σου έδινα ένα σπιτάκι αλλά εσύ ήλθες να προσκυνήσεις και να φύγεις.» ¨Γέροντα θα μείνω» είπε. Και έμεινε.
Η κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι ήταν δύσκολη. Ο θεός δοκιμάζει τους ανθρώπους του κάποτε «σκληρά» και «ισόβια». Όταν μάλιστα κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και ακινητοποιήθηκε στο κρεβάτι παρακάλεσε τον Άγιο Δαβίδ να τον βοηθήσει. Έτσι και έγινε. «ένιωσα τότε» ομολογούσε ο Γέροντας «να με ακουμπάει η γέρικη πλάτη ιερέως» Ήταν ο Όσιος. Άλλοτε πάλι τον είχαν γιατρέψει από κατάγματα οι Άγιοι Ανάργυροι τους οποίους ο Γέροντας είχε δει να τον επισκέπτονται και να τον θεραπεύουν.
Πολύ αγαπούσε ο Γέροντας την άσκηση. Ακόμη και τα βράδια μέσα στο πυκνό σκοτάδι πήγαινε στο ασκητήριο του όσιου Δαβίδ και προσευχόταν. Επέστρεφε δε σχεδόν το πρωί. «ένα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και μου φώτιζε το μονοπάτι μπροστά μου» έλεγε ο Γέροντας «εκεί - πνευματικώ τω τρόπω - με περίμενε ο Όσιος».
Το Δεκέμβριο του 1952 ο πατήρ Ιάκωβος έγινε ιερέας. Αρχίζοντας την ιερατική του ζωή ο Γέροντας στο μοναστήρι τελούσε τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα. «έτσι» έλεγε «κοινωνώντας καθημερινά ένιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που ήμουν σαν λιοντάρι…όλη την μέρα ούτε πεινούσα ούτε διψούσα…και έτσι εργαζόμουν ακούραστος για την ανοικοδόμηση της μονής.»
Συχνά πήγαινε και στα χωριά. Εξομολογούσε του κατοίκους λειτουργούσε και βοηθούσε όσο μπορούσε τους άπορους αδελφούς του. Άδειαζε τα χέρια του και ο Θεός του τα γέμιζε ξανά. Το χρυσάφι περνούσε από τα χέρια του όπως κάποτε του το είχε πει η Αγία Παρασκευή αλλά δεν έμενε. Γινόταν αγάπη, γινόταν χαρά, ανακούφιση, παρηγοριά, φροντίδα, τρόφιμα, φάρμακα…
Κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και τον έβαλαν στο νοσοκομείο για εγχείρηση. Ο Γέροντας παρακαλούσε τους δύο αγαπημένους του Αγίους, Όσιο Δαβίδ και Όσιο Ιωάννη τον Ρώσο να τον βοηθήσουν όπως και έγινε. «ήταν να φύγεις σήμερα» του είπαν μετά την εγχείρηση, αλλά τον άφησαν «για την αύριο»
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου